Γράφει η Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Παρά τη ρηξικέλευθη προεκλογική ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ για μία νέα σελίδα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι τελευταίες ενέργειές του σε όλους τους τομείς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής φανερώνουν ένα μεγάλο κενό μεταξύ των λόγων και των έργων του. Από τις σχέσεις με τη Ρωσία, το ΝΑΤΟ, τη μη συμμετοχή των ΗΠΑ σε διεθνείς συγκρούσεις, μέχρι την εμπορική πολιτική με την Κίνα και το Μεξικό, ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να έχει αθετήσει τις υποσχέσεις του σε κάθε ένα από τα παραπάνω θέματα. Έτσι φαίνεται πως δικαιώνεται η θεωρία των περιορισμών (constraint theory), ότι οι ηγέτες δεν είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν όποια πολιτική επιθυμούν, αλλά περιορίζονται από εξωτερικούς αντικειμενικούς παράγοντες, κυρίως από τη γεωπολιτική θέση της χώρας τους που υποδεικνύει τα διαχρονικά συμφέροντά της. Όσο ειλικρινής και αν είναι ένας ηγέτης στις προθέσεις του να αλλάξει τη γραμμή πλεύσης της χώρας του, αργά ή γρήγορα θα λυγίσει μπροστά στις αντικειμενικές διεθνείς πραγματικότητες. Αυτές οι αντικειμενικότητες δεν μπορούν να επιτρέψουν στον Τραμπ να ξεφύγει από την πορεία που έχουν διαγράψει οι ΗΠΑ τόσα χρόνια.
Πρώτο παράδειγμα οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ δεν δίσταζε να εκφράζει το θαυμασμό του για τον Πρόεδρο Πούτιν και την επιθυμία του για στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία. Όλα άλλαξαν όταν στις 12 Απριλίου ο Πρόεδρος Τραμπ παραδέχτηκε ότι οι σχέσεις με τη Ρωσία «μπορεί να είναι στο χειρότερο σημείο όλων των εποχών». Πράγματι, τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών είναι τόσο αντίθετα, που οι δυο τους ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν σύμμαχοι. Πρωταρχικός στόχος της Ρωσίας είναι η διεύρυνση της επιρροής της στην Ευρώπη όσο δυτικότερα γίνεται, πράγμα που ποτέ δεν θα επιτρέψουν οι ΗΠΑ. Αλλά και στο πεδίο της Μέσης Ανατολής, η υποστήριξη της Ρωσίας στο καθεστώς Άσσαντ στη Συρία έρχεται σε αντίθεση με το διπλό στόχο των ΗΠΑ τόσο να καταστρέψουν το Ισλαμικό Κράτος όσο και να ανατρέψουν τον Άσσαντ.
Ο πόλεμος στη Συρία μας φέρνει σε μία ακόμη αλλαγή της πολιτικής του Τραμπ από τη ρητορική στην πράξη. Σε αντίθεση με τις δηλώσεις του ότι οι ΗΠΑ δεν θα εμπλακούν σε διεθνείς διενέξεις στο μέλλον, αποφάσισε να προχωρήσει σε βομβαρδισμούς στη Συρία, μετά από μία χημική επίθεση κατά αμάχων που αποδόθηκε στο καθεστώς Άσσαντ. Ο πρόεδρος Τραμπ δεν μπόρεσε να απεμπλακεί από τη βασική αμερικανική στρατηγική μετά την 11η Σεπτεμβρίου που πασχίζει να κρατήσει την ισορροπία μεταξύ της διαμάχης σουνιτών και σιιτών. Οι ΗΠΑ είναι ενάντιες τόσο στο σουνιτικής προέλευσης Ισλαμικό Κράτος, όσο και στην αλαουιτική κυβέρνηση του Άσσαντ λόγω της στενής σχέσης της με τους σιίτες του Ιράν. Ο στόχος λοιπόν των ΗΠΑ να αλληλοεξουδετερώσουν και τις δύο αυτές δυνάμεις, ώστε καμία να μην αποκτήσει υπέρμετρη δύναμη στην περιοχή, αναγκάζει τον Τραμπ να απομακρυνθεί από τη μη επεμβατική πολιτική που προανήγγειλε.
Ακόμη ένα γεγονός που δείχνει την απομάκρυνση Τραμπ από το δόγμα της μη επέμβασης είναι η κίνηση του να στείλει ναυτική δύναμη προς τη Βόρεια Κορέα, ύστερα από τις προκλήσεις της τελευταίας όσον αφορά στην ετοιμότητά της να προκαλέσει ένα πρώτο πυρηνικό χτύπημα. Παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες Τραμπ για αλλαγή στάσης απέναντι στη Βόρεια Κορέα και για διάλογο με το καθεστώς, η έστω και μικρή πιθανότητα να είναι πλέον αυτή ικανή να πλήξει πυρηνικά τις ΗΠΑ ή τους συμμάχους της στην Ανατολική Ασία θα σήμαινε όχι μόνο την πολιτική καταστροφή του Τραμπ, αλλά και της ίδιας του της χώρας. Έτσι ο Τραμπ ευθυγραμμίστηκε και ως προς τη Βόρειο Κορέα με την πολιτική των προκατόχων του.
Η αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας έχει άμεση συνάρτηση με την αλλαγή στάσης Τραμπ απέναντι στην Κίνα. Προεκλογικά ο Τραμπ κατηγορούσε την Κίνα για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και για χειραγώγηση του γουάν, γεγονότα που οδηγούσαν στο μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Πριν λίγες εβδομάδες ωστόσο πρότεινε ευνοϊκούς όρους εμπορίου στην Κίνα με αντάλλαγμα τη βοήθεια της τελευταίας στην αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας. Παραδοσιακά, η Κίνα δρα ως ο μεσολαβητής μεταξύ της Βόρειας Κορέας και του υπόλοιπου κόσμου και ο Τραμπ δεν μπορεί να παραβλέψει αυτή την πραγματικότητα μπροστά στο ενδεχόμενο μίας πυρηνικής Βόρειας Κορέας.
Μεγάλη εντύπωση δημιούργησε επίσης η μεταστροφή Τραμπ σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Από εκεί που χαρακτήριζε τον οργανισμό παρωχημένο και απειλούσε να αποσύρει τις ΗΠΑ από αυτόν, βρέθηκε μέσα σε λίγους μήνες να δηλώνει ότι ο οργανισμός δεν είναι πλέον παρωχημένος, χωρίς ωστόσο να έχουν συντελεστεί κάποιες δομικές αλλαγές που να δικαιολογούν την αλλαγή της άποψής του. Ο λόγος μέσω του οποίου προσπάθησε να δικαιολογήσει την αλλαγή της γνώμης του ήταν η δέσμευση του ΝΑΤΟ να υποστηρίξει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και η επιστροφή στον απομονωτισμό ποτέ δεν αποτέλεσε ρεαλιστική επιλογή για μία χώρα με την οικονομική και στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ.
Ανάλογη τύχη είχε και η προεκλογική ρητορική του Τραμπ εναντίον της NAFTA και του Μεξικού. Η απειλή αποχώρησης από την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μετατράπηκε σε απλή αναθεώρηση της, ενώ το πολυσυζητημένο τείχος με το Μεξικό έχει παγώσει. Ο λόγος είναι ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν μπορεί να παραβλέψει τη μεγάλη διασύνδεση της αμερικανικής οικονομίας με τη μεξικανική. Συγκεκριμένα, σημαντικές πολιτείες των ΗΠΑ τόσο οικονομικά όσο και σε εκλογική δύναμη, όπως η Καλιφόρνια και το Τέξας έχουν πολύ ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με το Μεξικό, τόσο σε επίπεδο εισαγωγών όσο και σε επίπεδο εξαγωγών, με αποτέλεσμα μία δυσμενής εμπορική πολιτική προς το Μεξικό να έπληττε την οικονομία των ίδιων των αμερικανικών πολιτειών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τόσο στην περίπτωση του Τραμπ, όσο και σε τόσων άλλων προέδρων πριν από αυτόν, δεν είναι ο πρόεδρος που δημιουργεί τις εξελίξεις γύρω του, αλλά η πραγματικότητα που του επιβάλλει τι θα πράξει. Η προεκλογική ρητορική σταματάει εκεί που αρχίζει η άσκηση πολιτικής και η επαφή με τις αντικειμενικές συνθήκες. Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Τραμπ μπορεί να ξεφύγει από τα διαχρονικά συμφέροντα των ΗΠΑ και από μια εξωτερική πολιτική που είναι ήδη διαμορφωμένη εδώ και πολλές δεκαετίες.
Βιβλιογραφία- Πηγές
Friedman, G. (2005). Constraint Theory: Multidimensional Mathematical Model Management, Springer, New York.
http://www.aljazeera.com/news/2017/04/trump-russia-170413001737409.html
http://uk.businessinsider.com/tillerson-lavrov-press-conference-syria-2017-4?r=US&IR=T
http://www.reuters.com/article/us-usa-trump-currency-idUSKBN17E2L8
http://www.bbc.com/news/world-us-canada-39585029