Γράφει ο Ανδρέας Υφαντίδης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Οι ρωσογερμανικές σχέσεις αποτελούν για εδώ και δυόμιση αιώνες ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο για την Ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και για το γεωστρατηγικό πλέγμα σχέσεων στην ευρύτερη Ευρασία. Σαφώς και οι ρωσογερμανικές σχέσεις πλέον δεν έχουν τον καθοριστικό ρόλο που είχαν κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα ή κατά το 1ο μισό του 20ου αιώνα, συνεχίζουν όμως να παραμένουν μια πολύ σημαντική μεταβλητή προς μελέτη τόσο λόγω της ιστορικής σχέσης μεταξύ των δυο κρατών όσο και λόγω του κοινού ηπειρωτικού χαρακτήρα των δυο κρατών. Γι’ αυτόν τον λόγο στο παρόν άρθρο θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική επισκόπηση του υποβάθρου της ρωσογερμανικής σχέσης μέχρι την κρίση της Κριμαίας η οποία εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 2014 και έληξε με την προσάρτηση της ομώνυμης περιοχής από την Ρωσική Ομοσπονδία στις 18 του ίδιου μήνα. Εν συνεχεία θα δούμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η γερμανική εξωτερική πολιτική στην μετα-Κριμαϊκή συγκυρία κατά τα τελευταία δυο έτη και τέλος θα αξιολογήσουμε συνολικά τις ρωσογερμανικές σχέσεις μετά το 2014 υπό το πρίσμα της υπόθεσης περί μετασχηματισμού ή σταθερότητας τους σε βάθος χρόνου.
1.Ιστορική επισκόπηση
Οι ρωσογερμανικές σχέσεις έχουν κατά καιρούς περιγραφεί με διαφορετικούς χαρακτηρισμούς. Ο πλέον εύστοχος χαρακτηρισμός γι’ αυτήν την σχέση αναφέρει πως η Ρωσία και η Γερμανία είναι «θανάσιμοι φίλοι αλλά και οι καλύτεροι εχθροί». Πραγματικά το ιστορικό υπόβαθρο μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας διαμορφώνει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική συγκυρία στην Ηπειρωτική Ευρώπη και αυτό φαίνεται μέσα από 3 βασικά σημεία-σταθμούς της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Ο πρώτος σπουδαίος σταθμός στην νεώτερη ιστορική συγκυρία των ρωσογερμανικών σχέσεων βρίσκεται στα 1887, όταν ο ρεαλιστής Γερμανός πολιτικός, Καγκελάριος Μπίσμαρκ, διείδε την σημασία μιας φιλικής στάσης της Γερμανίας (Β’ Ράϊχ εκείνη την περίοδο)προς την Ρωσία ενώ κατάλαβε την σπουδαιότητα που θα είχε η γεωπολιτική σταθερότητα μεταξύ των δυο αυτοκρατοριών, οι οποίες αντιλαμβάνονταν ήδη από καιρό την ύπαρξη των πολωνικών πληθυσμών ως κίνδυνο για την ακεραιότητα των εδαφών τους. Συνεπώς, κατά την συγκεκριμένη χρονιά οι δυο αυτοκρατορίες υπέγραψαν την μυστική συνθήκη αντασφάλισης (Rückversicherungsvertrag) με την οποία εξασφάλιζαν την ασφάλεια στις σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών, την ουδετερότητα ενώ οι ως ανωτέρω διατάξεις θα έπαυαν να ισχύουν μόνο σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας στην Αυστρία ή της Γερμανίας στην Γαλλία. Η συμφωνία αυτή θεωρήθηκε ως η τελευταία μεγάλη απόπειρα γεωπολιτικής συσπείρωσης των δυο ισχυρότερων ηπειρωτικών αυτοκρατοριών της εποχής, κατάσταση η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την κατίσχυση της Ευρώπης από τα ρωσογερμανικά συμφέροντα και την διατήρηση των ισχυρών ναυτικών κρατών της εποχής, και πιο συγκεκριμένα της Μεγάλης Βρετανίας, εκτός της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό κατ’ επέκταση θα συνεπαγόταν την-πρόωρη-επιβεβαίωση του γεωστρατηγιστή H. Mackinder, ο οποίος σε μεταγενέστερο άρθρο του ανέλυε τις δυνητικές συνέπειες μιας τέτοιας συμμαχίας η οποία θα είχε την μορφή ενός «απροσπέλαστου φυσικού οχυρού» στην καρδιά της Ευρώπης. Εν τέλει η συμφωνία αντασφάλισης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας ήταν θνησιγενής και μόλις το 1890 έπαψε να ισχύει, καταλύοντας έτσι τους φόβους του Ηνωμένου Βασιλείου για μια ηγεμονική ηπειρωτική συσπείρωση στο κέντρο της Ευρώπης.
Η ύστερη ιστορική συγκυρία, όπως είναι γνωστό, έφερε την Γαλλία πλησιέστερα στην Ρωσία(1891-94) και εν τέλει οδήγησε στον σχηματισμό μιας «Τριπλής συνεννόησης» μεταξύ των δυο προαναφερθέντων κρατών και της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στον Γερμανοπρωσικό ηγεμονισμό και τους δυο συμμάχους του, δηλαδή την Αυστροουγγαρία και την Βουλγαρία. Εν τέλει η σύγκρουση μεταξύ του Γερμανικού ηγεμονισμού και του Ρωσικού ιμπεριαλισμού οδήγησε σ’ εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες στο Ανατολικό μέτωπο(1914-1918) αλλά και στην πρώτη συνολική υποβάθμιση των ρωσογερμανικών σχέσεων.
Ο δεύτερος σταθμός στην νεώτερη Ιστορία των Ρωσογερμανικών σχέσεων διαμορφώνεται σταδιακά από τον Μάρτιο του 1918(συνθήκη Μπρεστ-Λιτοφσκ) μέχρι και τον Απρίλιο του 1922(συνθήκη Ραππάλο). Κατά την περίοδο αυτή η Γερμανία και η Ρωσία είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μια νέα και πολύ σκληρή πραγματικότητα. Αφενός η Γερμανία είχε ηττηθεί στον πόλεμο και βρισκόταν αντιμέτωπη με τους πολύ ταπεινωτικούς όρους που επιβλήθηκαν από την πλευρά της Βρετανίας και της Γαλλίας μέσω της συνθήκης των Βερσαλλιών ενώ αφετέρου η Ρωσία με την σειρά της εξερχόταν από έναν χρόνιο και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας τελείως διαφορετικής συστημικής, ιδεολογικής και πολιτικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια τόσο η μεσοπολεμική Γερμανία όσο και η νεοσυσταθείσα Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (συντομογραφικά ΕΣΣΔ), βρισκόντουσαν σε μια ιδιόμορφη και σύνθετη συγκυρία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επέτρεπε την άμεση πραγματοποίηση τολμηρών ή δυνητικά ηγεμονικών σχεδίων. Εξ’ αυτού ορμώμενα τα δύο κράτη και με έντονα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα, προέβησαν στην διπλωματική εξομάλυνση των σχέσεων τους και στην απόπειρα αναδιαμόρφωσης γεωστρατηγικής σταθερότητας μεταξύ τους. Η προαναφερθείσα συμφωνία του Ραππάλο τον Απρίλιο του 1922 ήταν μια προσπάθεια σύγκλισης μεταξύ των δυο πλευρών μετά και το 1887, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είχε το ίδιο περιεχόμενο.
Συνοπτικά, ο τρίτος ιστορικός σταθμός στις ρωσογερμανικές σχέσεις μπορεί ν’ ανιχνευθεί στην συνέχεια του Μεσοπολέμου μέχρι και το 1945. Η ιστορική συγκυρία μετά το 1930 διαμόρφωσε εκ νέου τελείως διαφορετικές πραγματικότητες και επιδιώξεις μεταξύ των δυο κρατών. Η ναζιστική Γερμανία του Α. Χίτλερ βασιζόμενη στο δικό της δόγμα του πεπρωμένου του έθνους και του ιστορικού ρεβανσισμού επεδίωξε να εκφράσει εκ νέου τον ηγεμονισμό της στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και βέβαια έβλεπε ως εμπόδιο προς αυτήν την κατεύθυνση, πέραν όλων των άλλων, και την ύπαρξη της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ. Η σύναψη του στρατηγικού και αρκετά διαμφισβητούμενου συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ τον Αύγουστο του 1939, έδωσε τον απαραίτητο χώρο και χρόνο στην Γερμανία να θέσει υπό τον έλεγχο της το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης μέχρι τον Ιούνιο του 1941 ενώ έθεσε και τα θεμέλια για την διαμόρφωση ενός τεράστιου και υπερβολικά φιλόδοξου στρατηγικού εγχειρήματος κατάλυσης της ΕΣΣΔ, το οποίο ονομάστηκε «σχέδιο Μπαρμπαρόσσα». Εν τέλει βέβαια, η λήξη του, πλέον αιματηρού, δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Μάιο του 1945, και η προέλαση του κόκκινου στρατού στο Βερολίνο διέλυσαν καθολικά το παλαιό υφιστάμενο καθεστώς μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας και πλέον το περιεχόμενο αλλά και η δομή της ρωσογερμανικής σχέσης υποβαθμίστηκε ξανά, αυτήν την φορά στα πλαίσια του πλανητικού πυρηνικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Μέσα σ’ αυτήν την μεταπολεμική γεωπολιτική συγκυρία, η θέση της Γερμανίας υποβιβάστηκε, ως εκ νέου ηττημένης του πολέμου, κ εφόσον πλέον ήταν πρώτιστη στρατηγική προτεραιότητα για τους συμμάχους η πρόσδεση του ηγεμονισμού της , γεωγραφικά διαχωρίστηκε σε δυο ξεχωριστές πολιτικές οντότητες. Η Δυτική Γερμανία, η οποία και ήταν ο άμεσος διάδοχος των διπλωματικών υποχρεώσεων της ναζιστικής Γερμανίας, πλέον είχε τελείως διαφορετικές προσδοκίες, υποχρεώσεις αλλά και προτεραιότητες στην μεταπολεμική σκακιέρα, οι οποίες συμπυκνώθηκαν στην έννοια του «διπλωματικού τριγώνου». Οι ρωσογερμανικές σχέσεις από εκείνη την στιγμή αποτελούσαν απλώς μια εξαρτημένη μεταβλητή του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.
Συμπερασματικά, όπως διαπιστώνεται, οι ρωσογερμανικές σχέσεις πέρασαν από πολλές και κρίσιμες ιστορικές στιγμές στην νεώτερη και σύγχρονη Ιστορία. Οι 3 σημαντικότεροι σταθμοί, όπως αποτυπωθήκαν και παραπάνω, διαμόρφωσαν το περιεχόμενο μιας νέας σχέσης μεταξύ των δύο κρατών. Αυτή η νέα σχέση μετά και το 1950, έγινε εξαρτημένη μεταβλητή ενός πλανητικού ανταγωνισμού, εφόσον η θέση της Γερμανίας είχε υποβαθμιστεί, ενώ αντιθέτως η ΕΣΣΔ πέτυχε να αναβαθμιστεί σε πλανητική υπερδύναμη, με σχεδόν εφάμιλλη ισχύ με αυτήν των ΗΠΑ. Όπως θα δούμε και παρακάτω όμως, η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα θα δώσει μια νέα ώθηση στις ρωσογερμανικές σχέσεις, χωρίς αυτό να γίνει αιτία ριζικής αναμόρφωσης του περιεχομένου τους.
2. Η μεταψυχροπολεμική εποχή μέχρι και την Ουκρανική κρίση
Η πτώση του τείχους στο Βερολίνο το 1989 με την σχεδόν ταυτόχρονη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την οριστική πτώση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991, πέραν του ότι συνιστούσαν μια σπουδαία συστημική αλλαγή πλανητικού περιεχομένου, έδωσαν και νέο ενδιαφέρον στο κεφάλαιο των Ρωσογερμανικών σχέσεων. Η επανένωση των «δυο Γερμανιών» και ο σχηματισμός της ενιαίας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχημάτισε ένα τελείως διαφορετικό, αλλά σχετικά γνώριμο, διπλωματικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα η ΕΣΣΔ αποσυντέθηκε σε 15 ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη με την Ρωσική Ομοσπονδία ν’ αποτελεί τον άμεσο διάδοχο της βαριάς «κληρονομιάς» της Σοβιετικής Ένωσης ενώ βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σωρεία κρίσεων τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε εθνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό. Το νέο Ρωσικό κράτος πλέον προσπαθούσε να ορθοποδήσει και ν’ ανταπεξέλθει στις σύγχρονες διεθνείς προκλήσεις, εντός των οποίων βρισκόταν και η ανασύσταση των Ρωσογερμανικών σχέσεων.
Σίγουρα καμία από τις δυο πολιτικές ηγεσίες δεν είχε εύκολο έργο. Παρά ταύτα, η Γερμανία βρισκόταν ήδη υπό την αμυντική ομπρέλα ασφαλείας του ΝΑΤΟ, ήταν μέλος της νεοσύστατης ΕΕ και διέθετε όλα τα εφόδια για να γίνει εκ νέου ένα σύγχρονο και συνάμα ισχυρό μεταψυχροπολεμικό κράτος. Η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ήταν πως η Γερμανία μετά το 1950 άλλαξε άρδην το πρίσμα υπό το οποίο διαμόρφωνε την διπλωματία και την εξωτερική της πολιτική, εφόσον πλέον όφειλε να αποκτήσει Ευρωατλαντικό προσανατολισμό και όχι αμιγώς ηπειρωτικο-Γερμανικό. Από την άλλη πλευρά η Ρωσική Ομοσπονδία βρισκόταν ενώπιον μιας συστημικής αλλαγής τόσο σε κοινωνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η Ρωσία επιπρόσθετα, αντιμετώπισε (και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα αλλά σε μικρότερο βαθμό) την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής ιδεολογίας, μιας ταυτότητας η οποία θα καθόριζε καταλυτικά τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και την θέση της στην διεθνή σκακιέρα. Η πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του 1990 στην Ρωσία, έδωσε την θέση της στην σταθερότητα της διακυβέρνησης Πούτιν μετά το 1999. Η Ρωσία παρότι επεδίωξε να διαμορφώσει ευνοϊκές προς αυτήν ισορροπίες στον μετασοβιετικό χώρο, εντούτοις δεν το πέτυχε καθολικά. Γι’ αυτό και η ρωσική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής διαχώρισε τα προβλήματα σε περιφερειακά ζητήματα που αφορούν τον μετασοβιετικό χώρο και σε διεθνή ζητήματα που αφορούν τον διάλογο με τα δυτικά κράτη. Βέβαια, μέχρι σήμερα οι δυο αυτές κατηγορίες συμπλέκονται και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό η μια την άλλη.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό τα δύο κράτη προσπάθησαν να επανεκτιμήσουν την συγκυρία μεταξύ τους και ν’ αναπτύξουν έναν σύγχρονο στρατηγικό διάλογο εντός των πλαισίων της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε πως η νέα χιλιετία βρήκε τα δυο κράτη να συνδιαλέγονται σε διάφορους τομείς όπως η οικονομία και το εμπόριο, η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων της διεθνούς ασφάλειας, η ενεργειακή ασφάλεια αλλά και ο πολιτισμός. Ο διάλογος αυτός διέθετε είτε διμερή χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της ενεργειακής ασφάλειας και του πολιτισμού, είτε πολυμερή χαρακτήρα στα πλαίσια κάποιου διεθνή οργανισμού, όπως είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των νέων προκλήσεων ασφαλείας και οι εμπορικές σχέσεις.
Επιπρόσθετα, με την απαρχή της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία και η Ρωσία αντιλαμβανόμενες την σημασία του διαλόγου και της διπλωματικής ισορροπίας, δημιούργησαν 3 φόρουμ οικονομικού και πολιτικού διαλόγου (το Γερμανορωσικό στρατηγικό working group για την Οικονομία και την Ανάπτυξη, το Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης και το Γερμανορωσικό γκρουπ διακυβερνητικής διαβούλευσης). Συνολικά, προς επίρρωση του πρότερου ισχυρισμού περί υποτίμησης των Ρωσογερμανικών σχέσεων σε εξαρτημένη μεταβλητή του σύγχρονου ανταγωνισμού μεταξύ Ρωσίας-Αμερικής στην Ευρασία, φαίνεται πως οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας παραμένουν σε επίπεδο χαμηλής πολιτικής ενώ σε ζητήματα υψηλής πολιτικής ( π.χ πυρηνικά, άμυνα-ασφάλεια), η Γερμανία ακολουθεί τον Ευρωατλαντικό προσανατολισμό της και η Ρωσία συνδιαλέγεται συνολικά είτε με την Βορειοατλαντική συμμαχία είτε με τις ΗΠΑ.
Παρ’ όλα αυτά η προσάρτηση της Κριμαίας τον Μάρτιο του 2014 και η προϊούσα κρίση στην Ανατολική Ουκρανία, η οποία διαρκεί μέχρι και σήμερα, ανέδειξε κάποιες ακόμα κρίσιμες πτυχές της Γερμανικής διπλωματίας σε σχέση με την Ρωσική Ομοσπονδία και όπως θα δούμε και παρακάτω, έβαλε σε μια ιδιαίτερη τροχιά τον διάλογο μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας.
3. Η Ουκρανική κρίση και οι ρωσογερμανικές σχέσεις σήμερα
Μετά και την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια σύναψης συμφωνίας σταθερότητας και σύνδεσης(Stabilization and Association Agreement) μεταξύ της ΕΕ και της Ουκρανίας τον Νοέμβριο του 2013 και την επομένη της ανατροπής του Ουκρανού προέδρου Β. Γιανουκόβιτς, λίγους μήνες αργότερα, οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ εκτραχύνθηκαν. Ιδιαίτερα και μετά την φυγή του Β. Γιανουκόβιτς στην Μόσχα και τις φιλορωσικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στις 23 Φεβρουαρίου του 2014 στην Σεβαστούπολη, ο κίνδυνος για την έναρξη μιας ένοπλης σύρραξης γινόταν πλέον ξεκάθαρα ορατός. Ακριβώς αυτός ο κίνδυνος επιβεβαιώθηκε και εντός 20 ημερών όταν καταδρομείς χωρίς διακριτικά κατέλαβαν στρατηγικά σημεία εντός της χερσονήσου της Κριμαίας, απομάκρυναν τις Ουκρανικές δυνάμεις ασφαλείας και εγκατέστησαν τον φιλορώσο, Σ. Αξιόνοφ, στο αξίωμα του κυβερνήτη της Κριμαίας. Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη που σηματοδότησε την απαρχή ενός διπλωματικού μπαράζ συνομιλιών, κυρώσεων και αντιμέτρων, εντός του οποίου η Γερμανία απέκτησε έναν σημαντικό ρόλο.
Πραγματικά, η Γερμανική διπλωματία καταδίκασε απερίφραστα το περιστατικό της κατάληψης της χερσονήσου της Κριμαίας, θεώρησε πως οι καταδρομείς που κατέλαβαν την χερσόνησο ήταν ειδικές δυνάμεις του ρωσικού στρατού και επίσης θεώρησε πως η Ρωσία παραβίαζε τόσο την συμφωνία της Βουδαπέστης του 1994 όσο και τις θεμελιώδεις αρχές της μη επέμβασης και του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας, όπως εκτίθενται στo άρθρο 2. Παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Εν συνεχεία η Γερμανία, ως μέλος της ΕΕ, συμμετείχε στην επιβολή των κυρώσεων τόσο κατά προσώπων και περιουσιών όσο και κατά των προϊόντων και των υπηρεσιών, τ’ οποίο τελικά αποδείχτηκε επώδυνο και για την γερμανική οικονομία εφόσον ο συνολικός όγκος των εμπορευματικών σχέσεων με την Ρωσία άγγιζε τα 67 δις δολάρια. Ας μην παραλείψουμε πως η Γερμανία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μέχρι και σήμερα τον μεγαλύτερο καταναλωτή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και πως η βιομηχανία της είναι ενεργειακά εξαρτημένη από την ρωσική ενέργεια.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Γερμανία απέστειλε διπλωματική αντιπροσωπεία τον Φεβρουάριο του 2015 με σκοπό την έναρξη νέου διαλόγου για την ειρήνευση στο Donbas της Ανατολικής Ουκρανίας. Παρότι επιτεύχθηκε η νέα συμφωνία στο Μινσκ μετά το 1ο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στην ίδια πόλη, τ’ οποίο όμως απέτυχε πλήρως, εν τέλει φάνηκε πως υπήρχαν και πάλι δυσκολίες στην καλή εφαρμογή της και πως υπήρξαν αρκετές παραβιάσεις της κ’ από τις δύο πλευρές. Παρά την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας μεταξύ των 4 μερών του Μινσκ ΙΙ (Γαλλία-Γερμανία-Ρωσία-Ουκρανία), η Γερμανία στα πλαίσια της πολιτικής κυρώσεων της ΕΕ συνέχισε να επιβάλλει κυρώσεις προς την Ρωσία, εφόσον θεωρούσε πως η Ρωσία σκοπίμως παραβίαζε τις διατάξεις του Μινσκ ΙΙ. Ταυτόχρονα, μόλις το περασμένο καλοκαίρι, και τα δύο μέρη του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundesrat-Bundestag) επικύρωσαν την συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία, προκαλώντας έτσι περαιτέρω προστριβές με την Ρωσία. Στο επίπεδο των κυρώσεων όμως, η συνέχισή τους προκάλεσε έντονο σκεπτικισμό ακόμα κ’ εντός γερμανικών κρατιδίων που εξήγαγαν αγροτικά προϊόντα στην Ρωσία, ενώ οι αγροτικοί συνεταιρισμοί πίεζαν προς την κατεύθυνση άρσης των κυρώσεων εφόσον διαπίστωναν πως ήταν αναποτελεσματικές και τα ρωσικά αντίμετρα γινόντουσαν επώδυνα για τα ετήσια εισοδήματά τους.
Ο σκεπτικισμός όμως είχε ρίζες και στο πολιτικό πεδίο καθώς η καγκελάριος Α. Μέρκελ και ο υπ. Εξ. Φ. Σταϊνμαϊερ, εκφράζουν δυο διαφορετικές τάσεις αναφορικά με την επικαιρότητα των γερμανορωσικών σχέσεων. Η καγκελάριος από την μια πλευρά βλέπει την ευκαιρία για την Γερμανία ν’ αναβαθμίσει το status της εντός των Ευρωατλαντικών θεσμών και να πρωτοστατήσει ενδεχομένως στο διεθνές γίγνεσθαι (επιβεβαιώνοντας μερικώς και τον τελευταίο στόχο του γερμανικού «διπλωματικού τριγώνου») ενώ ο Στάϊνμαϊερ θεωρεί πως η Ρωσία είναι ένας σημαντικός σύμμαχος κ’ εταίρος για την Γερμανία σε κάθε επίπεδο και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να επιδιώξει την κανονικοποίηση των διπλωματικών σχέσεων με την Ρωσική Ομοσπονδία.
Η διαφωνία αυτή όπως αποτυπώνεται και στο εσωτερικό της Γερμανικής διπλωματίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την απομείωση του ρόλου της γερμανορωσικής σχέσης από ανεξάρτητο διάλογο γεωστρατηγικού χαρακτήρα σ’ εξαρτημένη μεταβλητή του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού στην Ευρασία. Πράγματι, υπήρξαν αρκετές κατηγορίες από την πλευρά των Ευρωπαίων, ακόμα και Γερμανών, πως με την επιμονή της Γερμανικής κυβέρνησης στις κυρώσεις και στην τυφλή υιοθέτηση των ευρωατλαντικών αρχών, εν τέλει η Γερμανία πλήττεται και χάνει τα οφέλη που θα κέρδιζε από μια σταθερή γεωστρατηγική εταιρική σχέση με την Ρωσία.
Παρ’ όλα αυτά, ως φαίνεται το ιστορικό περιεχόμενο της ρωσογερμανικής σχέσης των περασμένων αιώνων δεν έχει παραμείνει αναλλοίωτο από τις συνθήκες. Η Γερμανία φαίνεται πλέον ν’ ακολουθεί εντονότερα την 1η τάση που την θέλει πιο δραστήρια μέσα στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς και λιγότερο κοντά στην Ρωσία. Ακόμα κ’ έτσι η Γερμανική εξωτερική πολιτική αδυνατεί να πάρει κάποια ουσιαστική πρωτοβουλία, εφόσον σε θέματα υψηλής πολιτικής παραμένει ακόμα αρκετά εξαρτημένη από τον ατλαντικό σύμμαχο που ονομάζεται ΗΠΑ. Για κάποιους, λοιπόν, η ρωσογερμανική σχέση έχει μετασχηματιστεί από σχέση ηγεμονικής σταθερότητας σε σχέση επωφελούς σταθερότητας για όλη την Ευρώπη, ενώ για κάποιους άλλους βρίσκεται σε στασιμότητα εντός του Ευρωατλαντικού κανονιστικού πλαισίου.
Συμπερασματικά, όπως φαίνεται οι ρωσογερμανικές σχέσεις έχουν μπει σε μια νέα εποχή. Σε καμία περίπτωση δεν καθορίζουν στον ίδιο βαθμό τις γεωπολιτικές ισορροπίες, όπως συνέβαινε στους 2 προηγούμενους αιώνες, αλλά παραμένουν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την ασφάλεια και την σταθερότητα της Ευρώπης. Η ριζική αλλαγή του διεθνούς σκηνικού, η μετακίνηση μεγάλου μέρους ισχύος από την «Γηραιά Ήπειρο» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και η ανάδειξη της Ευρωατλαντικής προοπτικής, έχουν καθηλώσει τις ρωσογερμανικές σχέσεις σ’ επίπεδο χαμηλής πολιτικής, ενώ στις περιπτώσεις που τίθενται ζητήματα άμυνας κ’ ασφάλειας, η Γερμανία μπορεί να δείχνει ως ένα δυνητικό αντίβαρο στην ρωσική εξωτερική πολιτική, πάντα όμως στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Εν κατακλείδι, οι ρωσογερμανικές σχέσεις θα μπορούσαμε να πούμε πως μετασχηματίζονται σε σταθερή βάση και γι’ αυτό δεν γίνεται να περιγραφούν με μια στατική ανάλυση, καθώς έτσι θα εξαχθούν λανθασμένα συμπεράσματα. Αντ’ αυτού όπως ξεκινήσαμε και την 1η πρόταση σ’ αυτήν την ανάλυση θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας την φράση, πως σήμερα οι ρωσογερμανικές σχέσεις είναι μια «χρησιμοθηρική φιλία και μια στρατηγική έχθρα».
Πηγές και Σημειώσεις
1.Celeste A. Wallander, Mortal Friends, Best Enemies (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1999)
2.Ernst Fraenkel, “German-Russian Relations Since 1918: From Brest-Litovsk to Moscow,” The Review of Politics 2, no. 01 (January 1940): 34, doi: 10.1017/s003467050000454x
3.Το λεγόμενο «στρατηγικό τρίγωνο» για την Γερμανική διπλωματία είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις τρεις βασικότερες προτεραιότητες που είχε θέσει μεταπολεμικά το ομόσπονδο κράτος της Δυτικής Γερμανίας και αυτές ήταν: 1) Η επανένωση των δυο γερμανικών οντοτήτων, 2) Η συμμετοχή και ενσωμάτωση στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και 3) η ενίσχυση της Γερμανίας σε διεθνές επίπεδο και διαμόρφωση εικόνας διεθνούς διαμετρήματος. Παρότι η Γερμανία φαίνεται πως έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τους δυο πρώτους στόχους, ακόμα δεν έχει καταφέρει να επιτύχει και την αναβάθμιση της σε δύναμη πλανητικού διαμετρήματος, παρά την πολύ ισχυρή της οικονομική θέση.
4.“Russian Federation,” 2015, accessed August 1, 2016, http://www.auswaertiges-amt.de/EN/Aussenpolitik/Laender/Laenderinfos/01-Laender/RussianFederation.html?nnm=479780.
5.OEC – Germany (DEU) Exports, Imports, and Trade Partners,” 2014, accessed July 31, 2016, http://atlas.media.mit.edu/en/profile/country/deu/. (Βλ. top import origins-export destinations section)
6.Euronews, “Breakthrough in Minsk as Leaders Agree to Ceasefire Deal on Ukraine,” news_news (Euronews), February 12, 2015, http://www.euronews.com/2015/02/12/breakthrough-in-minsk-as-leaders-agree-to-ceasefire-deal-on-ukraine.
7.“Time to Reconsider EU Sanctions against Moscow, Say German Farmers,” December 10, 2015, accessed August 1, 2016, http://www.euractiv.com/section/agriculture-food/news/time-to-reconsider-eu-sanctions-against-moscow-say-german-farmers/.
8.“Russia Is Driving a Wedge into Germany,” November 26, 2014, accessed August 1, 2016, http://www.osw.waw.pl/en/publikacje/analyses/2014-11-26/russia-driving-a-wedge-germany.
9.Στα πλαίσια ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της περιοχής της Βαλτικής αποφασίστηκε η δημιουργία 4 μόνιμων ταγμάτων από κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, τα οποία θα βρίσκονται μόνιμα στρατοπεδευμένα εκεί. Η Γερμανία ως φαίνεται θ’ αναλάβει την δημιουργία και τον συντονισμού του ενός εξ αυτών. (Βλ. “Merkel Announces German Battalion Group for Baltics,” June 2, 2016, accessed July 29, 2016, http://www.stripes.com/news/merkel-announces-german-battalion-group-for-baltics-1.412730.)