Γράφει η Κύρα Πουλίδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Με τις νεότερες εξελίξεις της Ευρώ-τουρκικής συμφωνίας, εμφανίζεται η Τουρκία να κερδίζει έδαφος τόσο αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) με απώτερο σκοπό την ένταξή της, όσο και σε θέματα εσωτερικής κυριαρχίας αναφορικά με το κουρδικό ζήτημα.
Η φλέγουσα προσφυγική κρίση έχει ταράξει τα νερά και έχει θέσει τον Ταγίπ Ερντογάν ρυθμιστή της. Εδώ λοιπόν, στο σημείο αυτό, τίθεται το ερώτημα: ποια είναι η θέση της Τουρκίας στο προσφυγικό ζήτημα; Πώς δικαιολογείται η συμφωνία της 18/03/2016 μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας;
Η Τουρκία είναι μία χώρα που λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, χαίρει διαφόρων πλεονεκτημάτων. Ο Ερντογάν έχει «απειλήσει» δηλώνοντας πως μπορεί να ρυθμίσει τις προσφυγικές ροές, ανοίγοντας τα σύνορά του προς τις γειτονικές χώρες, επιβαρύνοντας την γηραιά ήπειρο. Στο σημείο αυτό σφραγίζει η Ευρώ-τουρκική συμφωνία την φιλαργυρία του Ερντογάν, με δύο κυρίως οφέλη: την επανέναρξη του αιτήματος ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ και την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος. Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η Ευρώπη βρήκε τον «εύκολο τρόπο», καταπατώντας το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο υποστηρίζει πως η επιστροφή αιτούντων άσυλο στην Τουρκία ισοδυναμεί με παράνομη απόρριψη των αιτήσεών τους, η οποία αντιτίθεται στην αρχή της μη επαναπροώθησης της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Η Τουρκία θα μετατρεπόταν σε «προσφυγικό στρατόπεδο της Ευρώπης, και τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων δεν θα ήταν πλέον εν ισχύ. Η ΕΕ διαστρεβλώνει την πραγματικότητα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε τη συλλογική απόσυρση της Ευρώπης από την προστασία προσφύγων».
Από την σκοπιά των ευρωπαϊκών κρατών, διακυβεύονται όμως, πολλά συμφέροντα, λόγω της συμφωνίας. Αρκετοί μίλησαν για επίσπευση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. , ενώ άλλοι, όπως ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί μίλησε ανοικτά για αδυναμία χαρακτηρισμού της Τουρκίας ως ευρωπαϊκής χώρας.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, φαίνεται να αποστασιοποιείται των φιλικών δεσμών με την Τουρκία, με πρωτεύουσα αιτία, τις γενικότερες αλλαγές των γεωπολιτικών συνθηκών και συμφερόντων που συντελούνται στην Ενδιάμεση Περιοχή και ειδικότερα στις χώρες της Ν.Α Μεσογείου. Σε συνάντηση του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν και του Τούρκου ηγέτη Ερντογάν, ακολούθησαν συζητήσεις που κάλυπταν όλο το εύρος των αμερικανοτουρκικών σχέσεων με αφορμή την συριακή κρίση. Στην κορυφή του χάσματος των δύο πλευρών σημειώθηκαν αντιτιθέμενες απόψεις ως προς την στρατηγική στάση έναντι της τρομοκρατίας. Κύριο ζητούμενο για τον Ερντογάν, είναι η καταπολέμηση των Κούρδων της Συρίας και η καταπολέμηση του ΡΚΚ, ενώ πρωτεύων στόχος για τις ΗΠΑ είναι η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και των παραφυάδων του. Βεβαίως, δεν θα μπορούσε να λείπει από το διεθνικό στρατηγικό παίγνιο και η θέση του αρχηγού του ρωσικού κράτους, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος δυναμικά, όπως άλλωστε συνηθίζει να δρα, διέψευσε στην πράξη την όποια φημολογία για τυχόν αποχώρησή της Μόσχας από την Ανατολική Μεσόγειο. Δικαίως δίνεται έμφαση στη γεωστρατηγική αξία της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, ιδίως σήμερα, που το Ισραήλ επαναχαράσσει τη στρατηγική του, έχοντας υπόψιν την επιπρόσθετη εμπορική σημασία της διώρυγας του Σουέζ. Ενώ από την αντίθετη όχθη, επίκαιρες είναι οι τριβές μεταξύ του Σιιτικού και Σουνιτικού Μουσουλμανικού κόσμου της Μέσης Ανατολής, οι οποίες βρίσκονται σε ανάφλεξη προκαλώντας συνεχείς συγκρούσεις καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ευκαιρία για την άμεση εμπλοκή της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ομπάμα, φαίνεται πως υποτίμησε τη σημασία της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου στην πολιτική του ατζέντα. Εκεί έγκειται και το γεγονός της εμφανούς δραστηριοποίησης της Ρωσίας στην περιοχή, παίζοντας έναν κύριο ρόλο στις εξελίξεις της συριακής. Ίσως, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2016, οι ΗΠΑ, αναθεωρήσουν και επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους ως προς τον μεσογειακό δρόμο, έναν δρόμο που συνδέει Ανατολή και Δύση.
Επομένως, χώρες όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να αρχίσουν να επεξεργάζονται στρατηγικές, οι οποίες θα δώσουν σ’ αυτές, ένα προβάδισμα, χαράσσοντας μία δυναμική εξωτερική πολιτική υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες συγκαταλέγεται και το Τουρκικό κράτος, το οποίο μέχρι στιγμής έχει ακολουθήσει μία επιθετική τακτική απέναντι στην ΕΕ, όντας σε θέση υπεροχής, κυρίως μετά την συμφωνία της 18/03/2016. Αφορμή την οποία έχει εκμεταλλευτεί η Τουρκία με τις πρόσφατες προκλήσεις της στο Αιγαίο, όπου τουρκικές φρεγάτες παραβιάζουν τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας. Καθώς, γίνεται αντιληπτό το παιχνίδι του Ερντογάν με την υπογραφή της Συμφωνίας με την ΕΕ, το κουρδικό ζήτημα βρίσκεται στο στόχαστρο για άλλη μία φορά, ως ένδειξη της δύναμης και ισχυρής θέλησης της Τουρκίας έναντι των εκπροσώπων της υπερατλαντικής δύναμης, των ΗΠΑ, που αποστασιοποιείται λόγω διαφορετικών διεκδικήσεων. Η ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα του πολέμου στη Συρία, καθώς η διένεξη αυτή έχει την ικανότητα να περιπλέξει και να παρατείνει χρονικά τη σύρραξη στη Συρία, που βρίσκεται ήδη στον πέμπτο της χρόνο. Η Τουρκία και οι ΗΠΑ είναι από τους σημαντικότερους εχθρούς του Σύρου Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, τον οποίο κατηγορούν για σφαγή του συριακού λαού. Η αμερικανοτουρκική διένεξη με αφορμή το κουρδικό μπορεί έτσι να ευνοήσει έμμεσα το συριακό καθεστώς του Άσαντ, αλλά και τους συμμάχους του: τη Ρωσία και το Ιράν.