Γράφει η Δάφνη Νούση, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), κατά την αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα έρχεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς και πολυεπίπεδες κρίσεις. Κυριότερα δε, ταλανίζεται από τον αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και πλέον, από την μείζονος σημασίας, προσφυγική κρίση. Η τελευταία, ξεκίνησε κατά την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης το 2011 και εντάθηκε από το 2015 μέχρι σήμερα.
Τα κινήματα αυτά, που ξεκίνησαν από την Βόρεια Αφρική με στόχο την ανατροπή αυταρχικών καθεστώτων με εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Λιβύη, στο Μπαχρέιν, τη Συρία και την Υεμένη. Διαδηλώσεις έγιναν επίσης στην Αλγερία, την Ιορδανία και το Μαρόκο.
Αυτά τα κινήματα έγιναν η αιτία του προσφυγικού ζητήματος και μάλιστα το γεγονός ότι δεν έχουν τερματιστεί ακόμα οι συγκρούσεις σημαίνει ότι το πρόβλημα μετανάστευσης που έχουν δημιουργήσει όλο και θα αυξάνεται. Έτσι λοιπόν, εξεύρεση άμεσης λύσεως για το ζήτημα είναι μέγιστης σημασίας καθώς πρέπει να αποφευχθεί η επιδείνωση του.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί το νομικό πλαίσιο της ΕΕ σχετικά με τα σύνορα της ανάμεσα στα μέλη και το τι προβλέπεται για μετανάστες- πρόσφυγες. Πηγή διεθνούς δικαίου αποτελούν οι συνθήκες της ΕΕ, στην προκειμένη περίπτωση πηγή αποτελούν η Συνθήκη Σένγκεν και το σύμφωνο Δουβλίνο ΙΙ.
Η Συνθήκη Σένγκεν, υπεγράφη στην ομώνυμη πόλη του Λουξεμβούργου το 1985 από την Γαλλία, τη Γερμανία και τα κράτη του BENELUX και ενσωματώθηκε στους θεσμικούς πυλώνες της ΕΕ με την συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Ουσιαστικά προβλέπει την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα των χωρών και δημιουργεί Εξωτερικά Σύνορα της ΕΕ. Επίσης, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ προς άλλες χώρες (όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα κλπ.) μπορούν να ελέγχουν τις μεθοριακές γραμμές.
Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ, θέτει την αρχή ότι ένα μόνο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου. Έτσι, στοχεύει στην αποφυγή της αποστολής των αιτούντων άσυλο από το ένα κράτος μέλος της ΕΕ στο άλλο, καθώς επίσης στην αποτροπή της κατάχρησης του συστήματος με την υποβολή περισσοτέρων αιτήσεων ασύλου από ένα μόνο άτομο. O κανονισμός του Δουβλίνου ΙΙ αντικαθιστά τη σύμβαση του Δουβλίνου του 1990 η οποία όριζε τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του αρμόδιου κράτους όσον αφορά την εξέταση αίτησης ασύλου.
Ως προς την είσοδο των προσφύγων, χρήζει προσοχής το γεγονός ότι οι φτωχοί σουνίτες μουσουλμάνοι είναι πάντα πιο επιρρεπείς σε φονταμενταλιστικές τάσεις τόσο στην καθημερινότητα τους όσο και στο λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο της στρατολόγησης του σε Τζιχαντιστικές οργανώσεις.
Το προσφυγικό ήρθε για να μείνει. Ακόμα και εάν ο πόλεμος τελειώσει σύντομα οι προσφυγές θα μείνουν στην Ευρώπη, γιατί δεν υπάρχουν οι υποδομές στις χώρες τους, οπότε δεν έχουν την εναλλακτική της επιστροφής. Επίσης, Κάθε πόλεμος δεν τελειώνει ταυτόχρονα και οι υποδομές θα έχουν καταστραφεί σε αυτό το χρονικό διάστημα. Ακόμα, μετά από κάθε πόλεμο δεν θα υπάρχει και ασφάλεια καθώς υπάρχουν έντονα μίση μεταξύ των κοινοτήτων. Αυτό δυσχεραίνει πολύ την κατάσταση καθώς η λύση πρέπει να περιλαμβάνει τον συντελεστή διαμονής τους στην εκάστοτε χώρα, με άλλα λόγια, να είναι μόνιμη και όχι προσωρινή.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός οφείλει να συμπεριλάβει, πέρα από τους τρόπους για ομαλή ένταξη των προσφυγών στην εκάστοτε χώρα, τα όσα προκληθούν μέσα στις κοινωνίες τις Ευρώπης. Πολλοί πιστεύουν μάλιστα πως οι πρόσφυγες πρέπει να διασπαρθούν εδαφικά σε κάθε κράτος για να επιτευχθεί η αφομοίωση τους με τον εγχώριο πληθυσμό και να αποφευχθεί το φαινόμενο της γκετοποίησης. Οι μονομερείς ενέργειες κρατών μελών της ΕΕ, στον τομέα της αντιμετώπισης της μετανάστευσης πρέπει να αποκλείονται και ενίοτε να τιμωρούνται διότι διαλύουν το κλίμα συνεργασίας και διευρύνουν τις τάσεις καχυποψίας που ούτως ή άλλως υπάρχουν στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Ακόμη, πρέπει να πραγματοποιηθούν μαθήματα πέρα από την γλώσσα, λειτουργίας του δυτικού κράτους δικαίου. Επίσης, ως προς την εργασία, είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται, καθώς κρίνεται αδιανόητο να ζουν μόνο με τα κοινωνικά επιδόματα που τους χορηγούνται από τα κράτη υποδοχής. Ιδιαίτερα δε, οι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που αντιμετωπίζουν δύσκολα και μακροχρόνια οικονομικά προβλήματα.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να διατυπωθούν ορισμένα συμπεράσματα από την παρούσα κατάσταση που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Κατ’ αρχήν παρατηρείται ότι όσο πιο δύσκολες είναι οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν τόσο πιο δύσκολο είναι να συμφωνήσουν όλα τα κράτη- μέλη. Τα ζητήματα που αφορούν κυρίως την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια απαιτούν λεπτούς χειρισμούς καθώς τα κράτη δεν είναι διατεθειμένα να εκχωρήσουν στα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών την εθνική κυριαρχία τους . Βέβαια υπάρχει η θέληση για κοινούς στόχους και χάραξη πολιτικής αλλά υπάρχουν και διλλήματα ασφάλειας μεταξύ των 28 κρατών μελών καθώς και εσωτερικά αντικρουόμενα συμφέροντα, τα οποία αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ως ένα zero sum game και προσπαθούν να μετατοπίσουν τις καταστάσεις που ερμηνεύουν ως μη συμφέρουσες ή προβληματικές σε αλλά κράτη μέλη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η σχεδιαζόμενη επίλυση της προσφυγικής κρίσης, θα πρέπει να επουλώσει τις πληγές από το πρόβλημα και όχι να το επιδεινώσει, και γι’ αυτό ορισμένα κράτη μέλη θα πρέπει να δεχθούν ακόμα και μια συμφωνία που δεν ενσαρκώνει πλήρως την βούληση τους, πράγμα που συμβαίνει όμως, για την εξυπηρέτηση ευρύτερων συμφερόντων. Μάλιστα, θα πρέπει όλα τα κράτη-μέλη να εργαστούν πάνω στην πολιτική που θα καθοριστεί και δεν πρέπει τα κράτη που βρίσκονται στην Μεσόγειο θάλασσα, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, να επωμιστούν από μονές τους το πρόβλημα, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε έντονο ευρωσκεπτικισμό των κοινωνιών τους.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ένα ευρύτερο συμπέρασμα από την επιστήμη των Διεθνών σχέσεων ως προς την ΕΕ. Επειδή οι διεθνείς δρώντες τείνουν να συσπειρώνονται στην παρουσία μιας κοινής απειλής –προβλήματος έτσι και το προσφυγικό ζήτημα μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στην περεταίρω διεύρυνση της συνεργασίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.