Γράφει ο Δημήτρης Απόκης*, Δημοσιογράφος-Διεθνολόγος
Από τις 20 Ιανουαρίου του 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλάζουν σελίδα στο Λευκό Οίκο, με την είσοδο στο Οβάλ Γραφείο, του Τζό Μπάϊντεν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οπτική με την οποία αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή του σημερινού Προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ.
Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η προσπάθεια του κ. Μπάϊντεν να κάνει ολική επαναφορά της εξωτερικής πολιτικής στην προ Τράμπ εποχή, δεν θα είναι κάτι εύκολο και ίσως να είναι και μια λάθος κίνηση. Θα είναι λάθος να αγνοήσει τα 74 εκατομμύρια Αμερικανούς που ψήφισαν τον Πρόεδρο Τράμπ, ο οποίος δεν υπάρχει αμφιβολία θα συνεχίσει να είναι μια σημαντική πολιτική φωνή στο εσωτερικό των ΗΠΑ, τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο, αλλά εκείνο που ενδιαφέρει και στην ουσία καίει την πατρίδα μας, την Ελλάδα, είναι τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αλλαγή στο Οβάλ Γραφείο, για εθνικά μας συμφέροντα στη πιο κρίσιμη μεταπολεμικά εποχή.
Ο κ. Μπάϊντεν, πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, ανακοίνωσε, με εξαίρεση το Υπουργείο Άμυνας, και το Διευθυντή της CIA, όλα τα κρίσιμα πόστα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Οι τοποθετήσεις είναι ενδεικτικές της λογικής η οποία θα χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική του νέου Προέδρου. Και αυτό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής. Προσπάθεια τερματισμού της λογικής, America First, και στροφή στη λογική Αμερική και σύμμαχοι υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον.
Όσο αφορά την Ελλάδα, από τα πρόσωπα που ανακοινώθηκαν δύο είναι αυτά που θα πρέπει να συγκεντρώσουν την προσοχή της Αθήνας και πρόκειται για άτομα τα οποία έχουν ουσιαστική γνώση των Ελληνικών, εθνικών θεμάτων. Κρίσιμης σημασίας θα είναι και η επιλογή για το Υπουργείο Άμυνας, στην οποία δεν έχει προχωρήσει ακόμη ο εκλεγμένος Πρόεδρος.
Η επιλογή του Τόνι Μπλίνκεν στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών είναι μια εξαιρετική επιλογή. Ο κ. Μπλίνκεν είναι ένα εξαιρετικά έμπειρο πρόσωπο στο χώρο των διεθνών σχέσεων και στον τομέας εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Από νεαρότατη ηλικία εργάζεται σε θέσεις που έχουν να κάνουν με τον κρίσιμο αυτό τομέα, και με δεδομένο ότι έχω προσωπική γνώση για τον άνθρωπο Τόνι Μπλίνκεν, πέρα από το γεγονός ότι έχει διατελέσει Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών και Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας στην κυβέρνηση Ομπάμα, συγκεντρώνει και ένα προσόν το οποίο είναι πολύ σημαντικό για μια τέτοια θέση. Βρίσκεται δίπλα στον εκλεγμένο Πρόεδρο για δεκαετίες, από την εποχή που ο Τζό Μπάϊντεν, ήταν μέλος και Πρόεδρος την Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Ο νέος Πρόεδρος είναι μέντορας του και θα μπορούσε άνετα να πει κανείς ότι είναι μέλος της οικογένειας Μπάϊντεν.
Είναι ένα πρόσωπο χαμηλών τόνων, μεθοδικός και γνώστης των θεμάτων που απασχολούν την Ελλάδα και την Κύπρο.
Καλό θα είναι όμως να μην βιαστούν κάποιοι, να πιστέψουν ότι θα αλλάξει κάτι με την Τουρκία, γιατί τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ίσως μάλιστα να γίνουν και πιο δύσκολα.
Η ομάδα εξωτερικής πολιτικής του κ. Μπάϊντεν, προέρχεται από μια σχολή σκέψης η οποία αντιμετωπίζει την Τουρκία, ως χώρα στρατηγικής σημασίας, η οποία είναι απαραίτητο να βρίσκεται στο άρμα της Δύσης. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Ερντογάν, οπότε δεν θα πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πρόσφατες δηλώσεις του, άνοιγμα προς την Ουάσιγκτον, ενόψει της άφιξης Μπάϊντεν στο Οβάλ Γραφείο.
Ο κ. Μπλίνκεν μιλώντας τον Ιούλιο σε εκδήλωση του Hudson Institute, σχολίασε το πως βλέπει τη σχέση με την Τουρκία, απαντώντας σε ερώτηση του συντονιστή Walter Russel Mead, και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοποθέτηση.
«Ναι είναι (η Τουρκία) ένα μέρος πρόκληση. Όπως είπες, η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ λόγω των εμπλοκών της, της γεωγραφικής της θέσης, και των συμφερόντων της. Είναι μια κρίσιμα σημαντική χώρα και καταλήγει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και συχνά με σημαντικό τρόπο, να είναι κρίσιμη σε κάποιο θέμα, κρίση, πρωτοβουλία. Οπωσδήποτε θέλουμε να βρούμε μια πιο παραγωγική και θετική σχέση με την Τουρκία, αλλά αυτό απαιτεί η τουρκική κυβέρνηση να θέλει το ίδιο. Οπωσδήποτε έχουμε ορισμένα πραγματικά θέματα και διαφορές, αλλά ταυτόχρονα έχουμε πεδία που είναι απόλυτα λογικό για εμάς να βρούμε τρόπους να συνεργαστούμε αποτελεσματικά, όπως είναι για παράδειγμα η Συρία. Ελπίζω να βρούμε τρόπους να το κάνουμε αυτό, αλλά δεν θέλω να υποβαθμίσω κάποιες από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στη σχέση, και αυτό θα απαιτήσει μια άμεση και πολύ ξεκάθαρη συζήτηση. Θα πω, ότι ο Αντιπρόεδρος (Μπάϊντεν εκλεγμένος Πρόεδρος πλέον)έχει μακροχρόνια σχέση με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, Έχουν έλθει σε επαφή άμεσα σε πολλά θέματα και νομίζω έχουμε διαπιστώσει στο να εργαζόμαστε με την Τουρκία, η σχέση είναι ξεκάθαρα η πιο σημαντική. Υποψιάζομαι ότι θα δείτε μια σημαντική εμπλοκή από την πλευρά του Προέδρου Μπάϊντεν με τον Τούρκο ομόλογό του, για να δούμε εάν μπορούμε να εργαστούμε σε μια σειρά από θέματα που χρειάζεται να βρούμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε μαζί.»
Προσωπική μου άποψη, αλλά ο Ερντογάν, έχει κάθε λόγο να βλέπει άνοιγμα και από ότι δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του το έχει δει ήδη και αρχίζει να μπαίνει.
Στην ίδια ακριβώς γραμμή είναι και οι απόψεις του κ. Τζέηκ Σάλιβαν, που ο κ. Μπάϊντεν, ανακοίνωσε για Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Μια επίσης πολύ καλή περίπτωση, διότι πρόκειται για ένα πρόσωπο το οποίο έχει μεγάλη τριβή με τα θέματα που απασχολούν τη χώρα μας και την Κύπρο.
Απλά θα είναι καλό κάποιοι να προσγειωθούν λίγο όσο αφορά πανηγυρισμούς για το τι έρχεται από το νέο σκηνικό στην Ουάσιγκτον, και να αναλογιστούν την ίδια στιγμή, τις κινήσεις, τις τοποθετήσεις και τις δράσεις του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών, Μάϊκ Πομπέο, έναντι της Τουρκίας. Αλλά ξέχασα, ο Πρόεδρος Τράμπ, συμπαθεί και έχει ύποπτες σχέσεις με τον Ερντογάν.
Ας έλθουμε όμως στην ουσία. Αυτό είναι το σκηνικό που προδιαγράφεται, και χρειάζεται γρήγορες κινήσεις από την Αθήνα και τη Λευκωσία. Το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει πριν καν ανοίξει.
Όσοι πιστεύουν ότι θα υπάρξει ολική επαναφορά των ΗΠΑ, στην ευρύτερη περιοχή μας πλανώνται. Η πολιτική αποχώρησης των ΗΠΑ, έχει αρχίσει από την εποχή της κυβέρνησης Ομπάμα και θα συνεχιστεί.
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν, παρακολουθώντας τις προεκλογικές τοποθετήσεις της ομάδας εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, θα δώσει έμφαση σε Κίνα και Ινδία, θα ασχοληθεί με τη Ρωσία βασιζόμενη στην παραδοσιακή σχολή σκέψης όσο αφορά τη Μόσχα, είναι κάτι που προκύπτει στα πρόσωπα που θα καταλάβουν τις θέσεις κλειδιά, από την εκπαίδευση και τη νοοτροπία που έχουν.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η προσέγγιση θα είναι περιφερειακή και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο που στην περίπτωση της Ελλάδας, αποτελεί ευκαιρία και κίνδυνο ταυτόχρονα.
Κίνδυνο, διότι είναι πολύ πιθανό ο περιφερειακός παίκτης που θα πατήσει η Ουάσιγκτον στην περιοχή να είναι η Τουρκία, στην περίπτωση μιας ολικής επαναφοράς του Ερντογάν, η οποία έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται.
Ευκαιρία, λόγω του πλαισίου που έχει διαμορφωθεί, από τη στενή συνεργασία, Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου και Αιγύπτου.
Αυτή η στρατηγική συνεργασία πρέπει με ταχύτατους ρυθμούς να προχωρήσει σε εμβάθυνση, και δεν είναι κάτι εύκολο, διότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος σε λόγια και υπολείπονται τα έργα.
Η Ουάσιγκτον του κ. Μπάϊντεν είναι σίγουροι ότι δεν θα έχει με την ψυχρή σχέση που είχε ο Ομπάμα με τον κ. Νετανιάχου, ούτε ο κ. Μπάϊντεν θα προχωρήσει σε ανόητους και επικίνδυνους ακτιβισμούς τύπου Αραβικής Άνοιξης της Χίλαρι Κλίντον.
Αντίθετα θα πατήσει στην εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει η κυβέρνηση Τράμπ με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, και τις ιστορικές συμφωνίες αποκατάστασης των σχέσεων με του Ισραήλ με Αραβικές χώρες. Πρόκειται για κάτι που ο κ. Τράμπ πρέπει να μείνει στην ιστορία με θετικό πρόσημο.
Με την Αίγυπτο, ελλοχεύει ένας κίνδυνος, διότι στην Ουάσιγκτον διαμορφώνεται ένα αρνητικό κλίμα όσο αφορά τον κ. Σίσι, και τα ανθρώπινα δικαιώματα – δημοκρατικές ελευθερίες. Όχι όσο αφορά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά άλλες μουσουλμανικές ομάδες.
Σε κάθε περίπτωση η συνεργασία και το μέτωπο Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος, είναι και πρέπει, άμεσα, να αποτελέσουν την εναλλακτική πρόταση προς την κυβέρνηση Μπάϊντεν, για να αποφευχθεί η επαναφορά και εγκαθίδρυση της Τουρκίας, ως η περιφερειακή δύναμη με την οποία η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα κάνει παιχνίδι στην περιοχή.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα thepresident.gr