Γράφει η Παρασκευή Σουλτάτου, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Με αφορμή τις εξελίξεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ και τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κυριάκου Μητσοτάκη γίνεται μία ανάλυση σύμφωνα με τη θεωρία του Ρεαλισμού των Διεθνών Σχέσεων ως προς τη στάση της Ελλάδας έναντι των απειλών της Τουρκίας. Η τελευταία είναι απολύτως ικανοποιημένη με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,καθώς η ΕΕ απλώς προειδοποίησε ότι ετοιμάζει έκθεση για τις Ελληνοτουρκικές διαφορές η οποία θα είναι έτοιμη τον Μάρτιο του 2021 (1). Αν και διαφαίνεται η αποχώρηση του Oruc Reis από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα, ο κίνδυνος για την Αθήνα μπροστά σε μια γείτονα χώρα με επεκτατικές και ηγεμονικές τάσεις παραμένει υψηλός.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας προέβη σε συμπερασματικές δηλώσεις για την έκβαση της Συνόδου, όπου είπε χαρακτηριστικά: «Οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός… Η απειλή κυρώσεων είναι το καλύτερο εργαλείο πίεσης που έχουμε προς την Τουρκία» (2). Φαίνεται να αναδεικνύεται ξανά μια κατευναστική στρατηγική εκ μέρους της Αθήνας που θα ενισχύσει την όρεξη του «Σουλτάνου» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για μια νεοοθωμανική Τουρκία. Δεν επιτρέπεται να υποτιμάται η κατάσταση και η Ελληνική πλευρά οφείλει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη διαμάχη.
Η υψηλή στρατηγική ενός κράτους είναι το άλφα και το ωμέγα για την επιβίωσή του και ένα σημαντικό μέρος της είναι η αποτροπή. Αποτροπή είναι όταν ένα κράτος απειλεί με χρήση βίας όποιον επιδιώκει να αλλάξει το status quo, ενώ επιδιωκόμενη αλλαγή του status quo με απειλή χρήσης βίας, είναι ο λεγόμενος πειθαναγκασμός ή εξαναγκασμός (3). Η Ελλάδα ακολουθεί εδώ και δεκαετίες μια αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία με τη συμμετοχή της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και ταυτόχρονη ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Αν και υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί συγκριτικά με την Τουρκία αναφορικά με την ανάσχεσή της, όπως η γεωγραφική έκταση, ο πληθυσμός και οι εξοπλιστικές δαπάνες, είναι περιορισμοί που με σωστή διαχείριση και εξισορρόπηση ισχύος ο Δαβίδ μπορεί να νικήσει τον Γολιάθ. Η αδυναμία, ωστόσο, ανάπτυξης μιας συγκροτημένης στρατηγικής σκέψης έχει οδηγήσει σε μοιραία λάθη την ελληνική πολιτική ηγεσία διαχρονικά στις διαφορές της με την Τουρκία (4).
Στον επικείμενο αυξανόμενο τουρκικό επεκτατισμό των τελευταίων μηνών η Ελλάδα οδεύει προς μια στρατηγική κατευνασμού. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο όταν οι Σπαρτιάτες ζήτησαν μια μικρή υποχώρηση από τους Αθηναίους, ο Περικλής αρνήθηκε να κάνει μονομερείς παραχωρήσεις. Κι αυτό γιατί όταν ένα κράτος χρησιμοποιεί τον κατευνασμό διατρέχει δύο βασικούς κινδύνους: πρώτον, ο αντίπαλος να ζητήσει περαιτέρω υποχωρήσεις στο μέλλον και δεύτερον η υποχώρηση να θεωρηθεί ως σημάδι αδυναμίας και από τους συμμάχους (5).
Επιστρέφοντας στις δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, η χώρα δηλώνει προσκολλημένη στην ΕΕ και άμεσα εξαρτώμενη από αυτήν, ενώ οι κυρώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα έπρεπε να θεωρούνται ως αποτελεσματικό εργαλείο πίεσης προς την Τουρκία με σκοπό την συμμόρφωσή της προς τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Δεν νοείται όμως μια χώρα, που ακολουθεί αποτρεπτική στρατηγική να δηλώνει ως βασικό εργαλείο πίεσης προς μια ηγεμονική Τουρκία την απειλή κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ και όχι την ίδια την αποτρεπτική ικανότητά της. Στην κατευναστική πολιτική της ΕΕ και ειδικότερα της Γερμανίας προς την Τουρκία η Αθήνα είναι παθητικός αποδέκτης των αποφάσεων. Η μεταφορά των βαρών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, ενώ καλούνται να διαχειριστούν μια επεκτατική χώρα, δεν αποδίδει καρπούς. Δεν υποστηρίζεται η εμπλοκή σε σύρραξη με τη γείτονα χώρα, αλλά η υιοθέτηση ισχυρής αποτρεπτικής στρατηγικής, στηριζόμενη στην στρατιωτική και διπλωματική ενδυνάμωση της χώρας εντός και εκτός ΕΕ και φυσικά η ετοιμότητα για όλα τα πιθανά σενάρια σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Πολωνία κατάφεραν τους τελευταίους μήνες η ΕΕ να αναθεωρήσει ισχυρές θέσεις που έπλητταν το εθνικό συμφέρον των χωρών αυτών μέσω των εργαλείων πίεσης που έχουν τα κράτη μέλη της Ένωσης. Οπότε η Ελλάδα αν επιθυμεί την αλλαγή στάσης της ΕΕ οφείλει να τη διεκδικήσει πιέζοντας και αυξάνοντας της αξία της χώρας για την Ένωση.
Σύμφωνα με τον John Mearsheimer, ο κατευνασμός ανήκει στις αποτυχημένες στρατηγικές παραπέμποντας ο ίδιος στον Θουκυδίδη, πατέρα του ρεαλισμού, ότι «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του» (6). Η διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως αναφέρεται παραπάνω δεν είναι μη αναστρέψιμη. Με σωστή διαχείριση η ισχύς εξισορροπείται και η Ελλάδα αποκτά στρατηγικά πλεονεκτήματα σε στρατιωτικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Το πρόβλημα βρίσκεται στην υψηλή στρατηγική, όπου η Ελλάδα, ενώ δεν είναι, συμπεριφέρεται ως ένα αδύναμο κράτος.
Ο Mearsheimer αναφέρει πως ο κατευνάζων παραχωρώντας έδαφος στον επιτιθέμενο (στην προκειμένη περίπτωση υποχωρήσεις σε κόκκινες γραμμές χωρικών υδάτων, ενδεχόμενες διερευνητικές επαφές με παραπάνω από μία διαφορά προς επίλυση και ενδεχόμενη αποστασιοποίηση από το Κυπριακό Ζήτημα) νομίζει ότι θα τον μετατρέψει σε ειρηνικό υποστηρικτή του status quo. Επίσης, νομίζει πως η επιθετική συμπεριφορά του αντιπάλου είναι ένδειξη στρατηγικής τρωτότητας και η ανασφάλεια θα ελαχιστοποιηθεί. Είναι πιθανό, όμως, αυτό το κράτος να μετατραπεί σε «ευγενικό» παρά «ειρηνικό» και, ακόμη χειρότερα, οι επεκτατικές βλέψεις του να μεγιστοποιηθούν (6).
Η Ελλάδα δεν είναι ένα απομονωμένο κράτος που τα μόνα του εργαλεία είναι οι νομοτελειακά αποτυχημένες στρατηγικές κατευνασμού και οι κυρώσεις της ΕΕ, απεναντίας έχει ενδυναμώσει ήδη υπάρχουσες συμμαχίες και έχει ενισχύσει την εξωστρέφειά του. Η επιμονή να πάρει τη στήριξη της ΕΕ χωρίς καμία πίεση ή απειλή προς τους θεσμούς δεν απέδωσε δικαιολογημένα. Οι εκκλήσεις του Διεθνούς Δικαίου δεν αποδίδουν. Σαφώς έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της, όμως το δίκαιο του ισχυρού στο άναρχο διεθνές σύστημα είναι πάντα αυτό που υπερισχύει. Η Ελλάδα οφείλει να συνειδητοποιήσει πριν να είναι αργά τον ισχυρό γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή, να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις συμμαχίες της, να γίνει απαραίτητη στους εταίρους της, να δημιουργήσει νέες στρατιωτικές συμμαχίες, να εκσυγχρονίσει τον αμυντικό εξοπλισμό της και να μην συρθεί σε διάλογο με την Τουρκία πέραν της μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζει (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ). Τέλος, οφείλει να ενισχύσει τα εργαλεία ήπιας ισχύος ώστε να ακυρώσει έναντι της διεθνούς κοινής γνώμης την εντύπωση ότι η ίδια κατέχει μαξιμαλιστική θέση για την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη συμμαχία με τη Γαλλία και την νέα ηγεσία των ΗΠΑ.
Πηγές
1.https://slpress.gr/politiki/panigyrizoyn-oi-toyrkoi-aporriptei-kai-tin-apofasi-chadi-o-tsavoysogloy/, 11/12/2020
2.https://hellasjournal.com/2020/12/mitsotakis-i-ee-ekane-ena-vima-i-pio-ischiri-mechri-simera-proidopiisi-stin-tourkia/?fbclid=IwAR3r-nOhl_-U8vzidgUNVbi1_ZYDkWzWJjHNGpwIrVKJbczho_9v9SZufdI, 11/12/2020
3.Κολιόπουλος, Κ. (2008). Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα. Εκδόσεις: Ποιότητα
4.https://powerpolitics.eu/%CE%B4%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82-29-4-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%81%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1/, 11/12/2020
5.Πλατιάς, Α. (2010). Διεθνείς σχέσεις και στρατηγική στον Θουκυδίδη. Αθήνα: Εστία.
6.Mearsheimer, J. (2011). Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα.