Γράφει η Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Η αρχή της αυτοδιάθεσης αναφέρεται στην κυριαρχία του λαού μίας χώρας, η οποία εκφράζεται τόσο με το δικαίωμά του να είναι ανεξάρτητος διεθνώς, όσο και με το δικαίωμά του να προσδιορίζει την πολιτική εξουσία στη χώρα του μέσω του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ουσιαστικά δηλαδή η αυτοδιάθεση αποτελείται από δύο πυλώνες, την εξωτερική, που ορίζει ότι το κράτος στο εσωτερικό του ασκεί ολοκληρωτική εξουσία και κανένα άλλο κράτος δε μπορεί να επέμβει στις εσωτερικές του υποθέσεις σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και την εσωτερική, που ορίζει ότι το σύνολο του πληθυσμού έχει δυνατότητα συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας. Αυτή είναι η σημερινή διάσταση της αυτοδιάθεσης, η οποία όμως δεν ήταν πάντοτε η ίδια, καθώς μεταβάλλεται ανάλογα με τις εξελίξεις στο διεθνή χώρο και τον τρόπο ερμηνείας της. Έτσι και η αρχή της αυτοδιάθεσης που νομιμοποιεί πολλές από αυτές τις εξελίξεις παίρνει διαφορετικά νοήματα κατά καιρούς ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει το σκοπό της.
Η έννοια της αυτοδιάθεσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 κατά την διαδικασία αποαποικιοποίησης που έλαβε χώρα κυρίως στην Αφρικανική ήπειρο. Εξέφραζε τη λογική ότι οι κατεκτημένοι λαοί έπρεπε να αποκτήσουν την ελευθερία και ανεξαρτησία τους τόσο σε επίπεδο εδάφους όσο και σε επίπεδο πληθυσμού. Η αποαποικιοποίηση νομιμοποιήθηκε λόγω της εθνοτικής διαφοράς μεταξύ των λαών της μητρόπολης και της αποικίας, διαφορά που απαιτούσε την ανεξαρτησία των κατεκτημένων εδαφών. Από εδώ προκύπτει η έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτή η διεθνής νομιμοποίηση υπέκρυπτε ωστόσο την αδυναμία των μητροπόλεων να ελέγχουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά τις αποικίες τους λόγω της μεγάλης απόστασης που τις χώριζε. Η αποαποικιοποίηση έγινε σύμφωνα με την αρχή της uti possidetis, δηλαδή τα σύνορα των νέων κρατών που δημιουργήθηκαν παρέμειναν ίδια με τα προϋπάρχοντα σύνορά τους κατά την εποχή της αποικιοκρατίας. Η δημοκρατική εξουσία εντός του ανεξάρτητου πλέον εδαφικού χώρου δόθηκε συνεπώς στην εθνοτική ομάδα που αποτελούσε την πλειοψηφία εντός του χώρου αυτού. Οι μειοψηφούσες εθνοτικές ομάδες αποτελούσαν κατ’ επακόλουθο μειονότητες προστατευόμενες βέβαια από τα μειονοτικά δικαιώματα.
Η επιμονή της διεθνούς κοινότητας να εκτελέσει την αποαποικιοποίηση σύμφωνα με την αρχή της uti possidetis, αναδεικνύει τη μεγάλη αξία που δίνει στην εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και της κρατικής κυριαρχίας εντός της χώρας, καθώς και την αποστροφή της σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής των υπαρχόντων συνόρων. Οι παραπάνω αρχές τονίστηκαν ιδιαίτερα ως αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα συντελούνταν η αποαποικιοποίηση, σε μία προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να αποτρέψει μελλοντικά αποσχιστικά κινήματα στα κράτη του Παλαιού Κόσμου.
Η αποαποικιοποίηση βέβαια είχε το αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλές μειονότητες εντός των νέων κρατών, οι οποίες ένιωθαν αδικημένες, διότι δεn μπόρεσαν να εξασφαλίσουν αυτονομία και ήταν συχνά απροστάτευτες από την κεντρική εξουσία των νέων τους κρατών. Για την προστασία των δικαιωμάτων τους ψηφίστηκαν το 1966 το Σύμφωνο για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα και το Σύμφωνο για τα Κοινωνικά και Οικονομικά Δικαιώματα και περιλήφθηκαν στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δίνοντας νέο νόημα στην έννοια της αυτοδιάθεσης. Έτσι η αυτοδιάθεση λογίζεται πλέον ως ανθρώπινο δικαίωμα, προστατεύει συνεπώς τα δικαιώματα κάθε μειονοτικής ομάδας μέσω δημοκρατικής αντιπροσώπευσης στη χώρα της. Έτσι έχουμε την έννοια της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, απόπειρες ανεξαρτητοποίησης των μειονοτήτων σε ήδη ανεξάρτητα κράτη δεν είναι νομιμοποιημένες τόσο με βάση τον ορισμό της εθνικής αυτοδιάθεσης κατά την περίοδο της αποαποικιοποίησης όσο και με βάση τον ορισμό της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, η αυτοδιάθεση αποτελεί το μέσο για την ανεξαρτησία, την αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η επιδίωξη ανεξαρτησίας, άρα δεν είναι εφαρμόσιμη σε ήδη ανεξάρτητα κράτη. Σύμφωνα με το δεύτερο, δεδομένου ότι τα προϋπάρχοντα κράτη προ αποαποικιοποίησης ήταν ήδη δημοκρατικά, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της μητρόπολης, οι μειονότητες προστατεύονταν ήδη από τα μειονοτικά δικαιώματα και την αντιπροσώπευση, άρα δεν υφίσταται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους ώστε να πρέπει να αντιδράσουν.
Έχοντας αποσαφηνίσει λοιπόν τη διάκριση μεταξύ εθνικής και δημοκρατικής αυτοδιάθεσης, μένει να προσθέσουμε το ιδιαίτερο βάρος που έδωσε η διεθνής κοινότητα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην αρχή ότι το κράτος προσδιορίζει το έθνος και όχι το αντίστροφο. Αυτό έγινε σε μία προσπάθεια διαφύλαξης της διεθνούς σταθερότητας και της αποφυγής πολέμων, καθώς εάν κάθε έθνος επιζητούσε τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και μαχόταν για αυτό, η διεθνής κοινότητα θα ήταν καταδικασμένη σε συνεχείς πολέμους και πολιτική αστάθεια. Παρόλο που η παραπάνω αρχή είναι ευρέως αποδεκτή, υπάρχει διαφορά στην ερμηνεία της αυτοδιάθεσης μεταξύ Δυτικών και Αφρικανικών κυρίως χωρών. Οι μεν πρώτες τη χρησιμοποιούν ως μέσο προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, οι δε δεύτερες ως μέσο προστασίας της εθνικής τους κυριαρχίας και της μη εξωτερικής παρέμβασης με σκοπό να προστατεύσουν τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές από τα Δυτικά συμφέροντα.
Όσον αφορά στις μειονότητες, αυτές δεν αναγνωρίζονται στο Χάρτη του ΟΗΕ ως αυτόνομα νομικά πρόσωπα. Τα μειονοτικά δικαιώματα αναγνωρίζονται ατομικά, αφορούν δηλαδή στο άτομο, όπως και όλα τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, μπορούν να ασκηθούν ωστόσο ομαδικά, από ομάδες που μοιράζονται κοινή εθνοτική καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων διαχωρίζεται σε παθητική, δηλαδή απλή ανοχή στις μειονότητες, και σε ενεργητική, δηλαδή παροχή μέσων για τον αυτοπροσδιορισμό τους, όπως σχολεία και εκκλησίες. Η παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων μπορεί προοδευτικά να αυξάνεται λαμβάνοντας τις ακόλουθες μορφές:
Σε ορισμένες περιπτώσεις παραχωρείται από την κεντρική εξουσία ενός κράτους λειτουργική αυτονομία στις μειονότητες, δηλαδή δυνατότητα να ρυθμίζουν οι ίδιες ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά αυτές. Ένα βήμα παραπάνω είναι η παραχώρηση εδαφικής αυτονομίας, όταν η μειονότητα είναι εδαφικά συγκεντρωμένη σε ορισμένη περιοχή μιας χώρας και όχι διάσπαρτη σε όλη την επικράτειά της. Σε αυτή την περίπτωση η μειονότητα έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει αυτόνομα τα θέματα της περιοχής της που δεν αφορούν το υπόλοιπο κράτος. Το επόμενο στάδιο παραχώρησης μειονοτικών δικαιωμάτων είναι η συναινετική δημοκρατία, κατά την οποία η συμμετοχή στην άσκηση εξουσίας δε γίνεται πλειοψηφικά με την κάθε εθνοτική κοινότητα να συμμετέχει στην άσκηση εξουσίας ανάλογα με τον πληθυσμό της, αλλά οι διάφορες εθνοτικές κοινότητες συμμετέχουν εξίσου και από κοινού στην άσκηση κεντρικής εξουσίας ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της κάθε μίας. Η συναινετική δημοκρατία είναι μια μορφή ομοσπονδιοποίησης, με τη διαφορά ότι στην ομοσπονδία η κάθε εθνοτική κοινότητα χρειάζεται να βρίσκεται συγκεντρωμένη εδαφικά, ενώ αυτό δεν είναι απαραίτητο στην συναινετική δημοκρατία. Παρόμοια λογική ακολουθεί και η αποκεντρωτική αυτοδιάθεση, στην οποία η κεντρική εξουσία μεταβιβάζει εξουσίες στις περιφέρειες ώστε να αποφασίζουν μόνες τους για δικά τους θέματα, μπορεί ωστόσο να παρεμβαίνει και να τις ελέγχει. Η βασική της διαφορά με τη συναινετική δημοκρατία είναι ότι στη μεν αποκεντρωτική το κεντρικό κράτος αποφασίζει να παραχωρήσει δικαιώματα σε μικρότερες ομάδες για τη ρύθμιση αποκλειστικά δικών τους θεμάτων, στη δε συναινετική οι ομάδες συμφωνούν μεταξύ να συμμετέχουν από κοινού στην κεντρική εξουσία.
Το έσχατο βήμα έκφρασης των μειονοτικών δικαιωμάτων είναι η προσπάθεια κάποιας μειονότητας να αποσχιστεί από το κράτος στο οποίο ανήκει. Το δικαίωμα στην απόσχιση έχει διχάσει τη διεθνή κοινότητα με απόψεις είτε υπέρ, με βάση τα επιχειρήματα της εθνικής αυτοδιάθεσης, είτε κατά με βάση τα επιχειρήματα της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης. Βλέπουμε λοιπόν ότι η έννοια της αυτοδιάθεσης είναι ο κινητήριος μοχλός και των αποσχιστικών κινημάτων, τα οποία συχνά ταυτίζουν εαυτούς με τους αποικιακούς λαούς, οδηγώντας σε θεωρίες περί νέο-αποικισμού. Παρά τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις γύρω από τη νομιμότητα των αποσχίσεων, στην πράξη η κάθε απόπειρα απόσχισης κρίνεται κατά περίπτωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών(ΗΕ), λαμβάνοντας υπόψιν ότι και η εδαφική ακεραιότητα και η αυτοδιάθεση αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, οπότε σε κάθε περίπτωση που οι δύο αυτοί κανόνες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για συμβιβασμό.
Οι προϋποθέσεις για να έχει μία μειονότητα το δικαίωμα να αποζητήσει την ανεξαρτησία της είναι το να βρίσκεται υπό ανελεύθερο καθεστώς ή ξένο κατοχικό στρατιωτικό καθεστώς, να παραβιάζονται τα μειονοτικά της δικαιώματα και να μην αντιπροσωπεύεται στην κεντρική εξουσία. Ακόμη και με αυτές τις προϋποθέσεις ωστόσο, αρχικά αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις και μόνον όταν κάθε άλλη προσπάθεια έχει αποτύχει, τότε θεωρείται η απόσχιση ως η καλύτερη λύση επίλυσης του προβλήματος. Κλείνοντας, ας δούμε πως κρίθηκαν ορισμένες απόπειρες απόσχισης κατά περίπτωση.
Το Μπανγκλαντές (πρώην Ανατολικό Πακιστάν) αποτελεί τη μόνη περίπτωση απόσχισης με την οποία έχει συμφωνήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ. Το Μπανγκλαντές αποσχίστηκε το 1971 από το Πακιστάν με τη στρατιωτική βοήθεια της Ινδίας. Μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Μεγάλη Βρετανία το 1947 δημιουργήθηκε το Πακιστάν, το οποίο χωριζόταν από την Ινδία σε Ανατολικό και Δυτικό. Το Δυτικό Πακιστάν είχε την κεντρική εξουσία και καταπίεζε τα δικαιώματα του Ανατολικού. Σε συνδυασμό με τη μεγάλη χιλιομετρική απόσταση που χώριζε τα δύο τμήματα του ενιαίου κράτους θεωρήθηκε ότι η απόσχιση ήταν η μόνη λύση για την προστασία των δικαιωμάτων του λαού του Ανατολικού τμήματος. Παράλληλα η επέμβαση της Ινδίας νομιμοποιήθηκε ως προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παροχή σταθερότητας στο νεοπαγές κράτος.
H Ερυθραία αποτελούσε πρώην αποικία της Ιταλίας. Μετά την αποαποικιοποίηση αποφασίστηκε να αποτελέσει ομοσπονδία με την Αιθιοπία, η οποία ωστόσο θέλησε να την προσαρτήσει πλήρως και παρέβη το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Ο αγώνας ανεξαρτησίας της Ερυθραίας νομιμοποιήθηκε, καθώς οι δύο χώρες δεν αποτελούσαν ενιαίο κράτος, αλλά ομοσπονδία, οπότε δε μπορούμε να μιλήσουμε για απόσχιση. Τελικά η Ερυθραία ανεξαρτητοποιήθηκε πλήρως το 1991.
Η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας δεν αποτελεί επίσης απόσχιση, αλλά διάλυση κράτους λόγω αδυναμίας να ελεγχθεί η ομοσπονδία από την κεντρική εξουσία και λόγω των εσωτερικών πολέμων που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στις κοινότητες. Η διάλυση έγινε με βάση τα εσωτερικά σύνορα των κοινοτήτων που προϋπήρχαν. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία των Βαλτικών χωρών, οι οποίες ήταν ήδη κράτη πριν κατακτηθούν από τη Σοβιετική Ένωση, άρα δεν αποσχίστηκαν, αλλά αποκαταστάθηκαν.
Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης υπήρχε μέσα σε αυτό εθνοτική μίξη από Μουσουλμάνους, Κροάτες και Σέρβους. Οι Σέρβοι επιδίωξαν την ανεξαρτητοποίησή τους και την παγίωση δικού τους αποκλειστικού χώρου, ώστε να μη γίνουν μειονότητα μέσα στο νεοπαγές κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνουν πόλεμο, η συμφωνία για τον τερματισμό του οποίου προέβλεπε τη δημιουργία συναινετικής δημοκρατίας μεταξύ των τριών εθνοτήτων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι άλλες δύο εθνότητες είχαν ωστόσο ήδη συστήσει ομοσπονδία, στην οποία προσχώρησε και η Σέρβικη εθνότητα μετά τη συμφωνία τερματισμού του πολέμου (Συμφωνία του Ντέιτον).
Μετά την αποαποικιοποίηση της Νιγηρίας περιλήφθηκαν στο έδαφος της τρεις διαφορετικές εθνότητες, οι Ibo, oι Yoruba και οι Hausa Fulani, που όλες ήθελαν την ανεξαρτησία τους. Οι Ibo, κάτοικοι της περιοχής της Μπιάφρα, προσπάθησαν να το πετύχουν και η κεντρική κυβέρνηση της Νιγηρίας χρησιμοποίησε βίαια μέσα για να τους εμποδίσει. Η προσπάθεια τελικά απέτυχε και ο ΟΗΕ την αποδοκίμασε παρόλη την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αποδοκιμασία βασίστηκε στα συμφέροντα των χωρών της Αφρικής να αποτραπούν αποσχιστικά κινήματα σε αυτές τις χώρες, καθώς και στα πετρέλαια που υπάρχουν στην Μπιάφρα που θα ζημίωναν την οικονομία της Νιγηρίας σε περίπτωση απόσχισης. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Καμπίντα, επαρχία της Αγκόλας με εθνοτική συγγένεια με το Κονγκό. Μετά την αποαποικιοποίηση της Αγκόλας από τους Πορτογάλους η απόσχιση της Καμπίντα απορρίφθηκε με βάση την αρχή της uti possidetis αλλά και λόγω των πετρελαίων της περιοχής.
Η προνομιούχος γαλλόφωνη κοινότητα του Κεμπέκ στον Καναδά εδώ και χρόνια επιζητά την ανεξαρτητοποίησή της. Το αίτημά της έχει κριθεί από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της χώρας με βάση το ομοσπονδιακό σύνταγμα και έχει γνωμοδοτηθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις απόσχισης που έχουμε αναφέρει πιο πάνω και συν τις άλλοις για να γίνει απόσχιση κάποιας κοινότητας, σύμφωνα με το σύνταγμα του Καναδά, πρέπει να συμφωνήσουν και οι υπόλοιπες, πράγμα που δεν προτίθενται να κάνουν στην περίπτωση του Κεμπέκ.