Γράφει ο Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας, Εκτελεστικός Διευθυντής ΚΕΔΙΣΑ
Το προφίλ μιας χώρας στη διεθνή σκηνή είναι ιδιαίτερα σημαντικό και απαιτεί μια διπλωματία που να δημιουργεί θετικούς συνειρμούς στη διεθνή κοινή γνώμη με στόχο την ενίσχυσή του. Η Ελλάδα παραδοσιακά παρουσιάζει σοβαρό έλλειμμα στην προώθηση της εικόνας της στο εξωτερικό. Η οικονομική κρίση, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, τα επεισόδια των αντιεξουσιαστών και το προσφυγικό επέφεραν ακόμα πιο μεγάλο πλήγμα στο προφίλ της χώρας. Η υιοθέτηση για μια αποτελεσματική διπλωματία γίνεται ακόμα πιο αναγκαία με τις συνεχείς προκλήσεις του τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν για «σύνορα της καρδιάς μας» και αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Το πρόσφατο συμβάν με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με την αγγλική ανακοίνωση – απάντηση στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών για το θέμα των ελληνικών νησιών εξέθεσε την ελληνική διπλωματία.
Η αντίδραση των ελληνικών social media είναι ενδεικτική για τη μετάφραση του ΥΠΕΞ αν αναλογιστεί κάποιος το πως μπορεί να την αξιολόγησαν τα κέντρα της διεθνούς διπλωματίας και ενδεχομένως και η ξένη διαδικτυακή κοινή γνώμη. Τα social media διακωμώδησαν την ανακοίνωση του ΥΠΕΞ για την ποιότητα των αγγλικών της αφήνοντας αιχμές για προχειρότητα. Το ελληνικό διαδίκτυο κατέγραψε για τη ανακοίνωση σύμφωνα με το paloPro 1.281 συνολικές αναφορές μεταξύ 2-3 Οκτωβρίου 2016. H εικόνα των συναισθημάτων δείχνει μια πολύ μικρή επικράτηση των αρνητικών συναισθημάτων (545) έναντι των ουδέτερων (526) και των θετικών (210). Το ελληνικό διαδίκτυο προβληματίζεται για το σε πιο βαθμό αυτό το γεγονός υπονομεύει την επικοινωνιακή πολιτική του ΥΠΕΞ καθώς θεωρεί ότι η ελληνική διπλωματία οφείλει να είναι να ιδιαίτερη προσεκτική σε τέτοιου είδους ευαίσθητα θέματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων.
Στρατηγική Δημόσιας Διπλωματίας
Το επικοινωνιακό έλλειμμα της ελληνικής διπλωματίας μπορεί να βελτιωθεί μόνο εάν η Ελλάδα υιοθετήσει μια ενιαία στρατηγική Δημόσιας Διπλωματίας. Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει σε μια μορφή σύγχρονης διεθνής πολιτικής επικοινωνίας που επιδιώκει να επηρεάσει τη ξένη κοινή γνώμη με στόχο την ενίσχυση του διεθνούς προφίλ μιας χώρας. Διαφέρει από την παραδοσιακή διπλωματία καθώς απευθύνεται εκτός από τους κρατικούς φορείς σε μη κρατικούς φορείς, σε ΜΜΕ, σε social media και ακολουθεί μια προσέγγιση «two-way communication». H Δημόσια Διπλωματία για να είναι αποτελεσματική πρέπει οπωσδήποτε να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, της επικοινωνίας και της IT. Η άσκηση της ελληνικής Δημόσιας Διπλωματίας πρέπει να επικεντρωθεί:
α. στη δημιουργία ενός αρμόδιου φορέα που να συντονίζει τις προσπάθειες όλων των άλλων φορέων (κρατικών και μη κρατικών) στη διαμόρφωση διεθνής επικοινωνιακής στρατηγικής.
β. στη θεσμοθέτηση μια ανοιχτής και διαρκής συζήτησης στο πλαίσιο ανάπτυξης της στρατηγικής για μια διεθνή επικοινωνιακή πολιτική. H δημόσια συζήτηση πρέπει να εστιαστεί στην αλληλεπίδραση κυβερνητικών φορέων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και εκπροσώπων από τα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ.
γ. στην ιεράρχηση στόχων και στο διαχωρισμό καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ κράτους και μη κρατικών φορέων, προκειμένου να επιτευχθεί όσον το δυνατόν καλύτερος συντονισμός.
Πέντε πυλώνες
Η ελληνική δημόσια διπλωματία πρέπει να ασκείται με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει κατανοητή την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και να προκαλεί θετικούς συνειρμούς. Η διεθνής εικόνα μιας χώρας, σύμφωνα με τον σύμβουλο δημόσιας διπλωματίας Simon Anholt, δεν καθορίζεται μόνο από την κυβερνητική πολιτική, αλλά και από τις εξαγωγές, τις επενδύσεις, τον τουρισμό, την παιδεία/πολιτισμό και το ανθρώπινο δυναμικό. Η θεωρία του είναι γνωστή ως «Εξάγωνο Anholt». Η διεθνή εικόνα της Ελλάδας μπορεί να βελτιωθεί μέσω της προώθησης: του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού τουρισμού, της ελληνικής διασποράς, της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας και της ελληνικής ναυτιλίας.
• ο ελληνικός πολιτισμός είναι ευρέως αποδεκτό ότι έχει συμβάλει στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτισμού. Η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά δημιουργεί ένα θετικό πολιτικό και ψυχολογικό υπόβαθρο που μπορεί να βοηθήσει τη χώρα μας να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα της.
• ο τουρισμός είναι επίσης εξίσου σημαντικός. Η κατάλληλη διεθνής διαφημιστική καμπάνια των μοναδικών τοπιών (αρχαιολογικοί χώροι, νησιά, τουριστικές περιοχές) που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια και η εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες που χρειάζονται οι τουρίστες, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην αύξηση του τουρισμού.
• η ελληνική διασπορά έχει μια τεράστια δυναμική την οποία οι κυβερνήσεις των Αθηνών έχουν αγνοήσει. Εκτιμάται ότι 3 – 7 εκατομμύρια πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων. Το ελληνο-αμερικανικό λόμπι που συμπεριλαμβάνει πολιτικούς και επιχειρηματίες θα μπορούσε υπό τις κατάλληλες συνθήκες να συμβάλει τα μέγιστα στην προώθηση της ελληνικής Δημόσιας Διπλωματίας.
• ο παγκόσμιος ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπάρχει μεγάλος αριθμών ελλήνων σε ορθόδοξες εκκλησίες σε όλο τον κόσμο που υποστηρίζονται από τα Πατριαρχεία όπου και ανήκουν (Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται και μια πηγή «ήπιας ισχύος» («soft power») καθώς έχει υπό την επιρροή του ενορίτες σε όλο τον κόσμο που μπορούν να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό κυβερνήσεις, νομοθετικά σώματα και διεθνείς οργανισμούς (κρατικούς και μη κρατικούς).
• η ελληνική ναυτιλία αποτελεί μια από τις σημαντικότατες εμπορικές ναυτικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ο ελληνόκτητος στόλος ελέγχει το 30,14% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 21,18% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών πλοίων χύδην φορτίων και το 16,61% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παράγωγων προϊόντων πετρελαίου.
Η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των μικρών – μεσαίων κρατών που πρέπει να συνδέσουν την αναγνώρισή τους με θετικές εικόνες, κατά τα πρότυπα της διαφήμισης ενός άγνωστου ή καινούργιου προϊόντος, μια στρατηγική που παραπέμπει στην εφαρμογή του όρου «nation brand» (εθνική εμπορική ταυτότητα) που βασίζεται στην ευρεία διάχυση της «soft power» και στην αποτελεσματική άσκηση μιας Δημόσιας Διπλωματίας.