Γράφει η Μαρία Βασιλειάδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας
H διεξαγωγή του πολυσυζητημένου δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016 για την παραμονή ή όχι της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αρχίσει να δημιουργεί αντίπαλα στρατόπεδα στην βρετανική εσωτερική πολιτική σκηνή με στόχο τον επηρεασμό των ψηφοφόρων.
Η σημαντική αυτή απόφαση που αναμένεται να λάβουν οι Βρετανοί πολίτες ίσως είναι ένα από τα πιο σημαντικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή της και ταυτόχρονα συνιστά κρίσιμο σημείο για την πολιτική συνέχεια του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον.
Ήδη το εθνικιστικό κόμμα της Σκωτίας έχει προβεί σε δηλώσεις πως μια απόφαση κατά της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ θα οδηγήσει σε ένα ακόμα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Αδιαμφισβήτητα, η αναχώρηση ενός από τα πιο σημαντικά κράτη – μέλη της Ένωσης θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον της και αυτό συμβαίνει σε μια από τις χειρότερες περιόδους που περνάει η ΕΕ από την γέννησή της και στη μέση μιας μεγάλης προσφυγικής κρίσης στην οποία αδυνατεί να αντιδράσει. Το αποτέλεσμα; Αύξηση του ευρωσκεπτικισμού που έχει γίνει εμφανής και μέσω της δημιουργίας ευρωσκεπτιστικών κομμάτων στο Ευρωκοινοβούλιο τα τελευταία δύο χρόνια.
Το δημοψήφισμα ανακοινώθηκε μετά την ολοκλήρωση της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ σε μια σαρανταοκτάωρη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, που έλαβε χώρα τον περασμένο Φεβρουάριο. Σε όλα τα αιτήματα για αλλαγή που εισηγήθηκε ο Βρετανός πρωθυπουργός επήλθε συναίνεση, αν και μάλλον τα αποτελέσματα δεν θα έχουν την επιθυμητή επιρροή –στην οποία στόχευε- επί των ψηφοφόρων υπέρ της Ένωσης.
Στη μάχη αυτή που δίνει ο Κάμερον έχει απέναντί του το δήμαρχο του Λονδίνου Boris Johnson και έξι από τους εικοσιεννιά υπουργούς της κυβέρνησης που πραγματοποιούν καμπάνια υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντιδρούν απέναντι στον αυξανόμενο κίνδυνο ενός Brexit (η στερλίνα έφτασε σε ιστορικό χαμηλό των τελευταίων οχτώ χρόνων έναντι του δολαρίου).
Είναι δύσκολο να κρίνει κανείς τα ακριβή αποτελέσματα που θα επιφέρει η έξοδος της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, καθώς δεν έχει υπάρξει παρόμοια κατάσταση στο παρελθόν (με εξαίρεση την περίπτωση της Γροιλανδίας, η οποία αποχώρησε το 1985, παρόλα αυτά παραμένει κάτω από την δικαιοδοσία της Δανίας, η οποία είναι ακόμα στην ΕΕ). Η υπόθεση που επιβεβαιώνεται από τον Κάμερον είναι πως μια απόφαση υπέρ της αποχώρησης θα σηματοδοτήσει μια αίτηση ανάκλησης σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Το άρθρο 50 προβλέπει ότι η ΕΕ θα διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με τη χώρα που αποχωρεί μετά την πάροδο δύο χρόνων. Για να αντιληφθεί κανείς την δυναμική της διαπραγμάτευσης, φανταστείτε ένα διαζύγιο που αιτείται μονομερώς από τη μια πλευρά, αλλά οι όροι του διαζυγίου ορίζονται μονομερώς από την αντίθετη πλευρά. Προφανώς πρόκειται για μια διαδικασία αργή, επίπονη και με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα.
Είναι γεγονός πως τα υπόλοιπα κράτη-μέλη στην ΕΕ δεν θα αντιδράσουν με καλοσύνη και γενναιοδωρία σε μια απόφαση αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ. Θα τη θεωρήσουν ως μια πράξη εχθρική και επικίνδυνη. Οι εξελίξεις μετά από ένα Brexit πιθανότατα θα πάρουν μια άσχημη τροπή. Η μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον της σχέσης της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ θα αποθαρρύνει σημαντικά τις επενδύσεις –ως επί τω πλείστον- τις άμεσες ξένες επενδύσεις των οποίων ο μεγαλύτερος αποδέκτης στην ΕΕ είναι η Μ. Βρετανία. Αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο για μια χώρα με τόσο μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο χρειάζεται χρηματοδότηση από εισροές κεφαλαίων. Αυτοί οι φόβοι έχουν οδηγήσει στην πτώση της λίρας το τελευταίο διάστημα.
Μακροπρόθεσμα ένα Brexit εκτιμάται ότι θα έχει εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης. Το πιο δύσκολο κομμάτι για την μετά–Brexit εποχή στην Μ. Βρετανία είναι το κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρήσει πλήρη ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ, η οποία είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο. Τούτο είναι εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς σχεδόν οι μισές εξαγωγές της Βρετανίας έχουν προορισμό την ΕΕ. Δε θα είναι, ωστόσο, τόσο απλό. Θα πρέπει να καταφέρει να εξασφαλίσει μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου – η ΕΕ έχει πενήντα έξι τέτοιες συμφωνίες με χώρες όπως ο Καναδάς και η Νότια Κορέα- και ακόμα και αν τα καταφέρει, μια τέτοια συμφωνία δεν θα περιλαμβάνει τον τομέα των υπηρεσιών.
Αυτό το σημείο έρχεται να αντικρούσει το πρώτο επιχείρημα των υπέρμαχων μιας αποχώρησης από την ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο και οι δυο πλευρές έχουν συμφέρον από την επίτευξη μια τέτοιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Προφανώς έχει λογική υπόσταση, όμως μια συμφωνία που δεν θα περιλαμβάνει τον τομέα των υπηρεσιών είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα καταφέρει να αναπληρώσει αυτά που θα χάσει η Μ. Βρετανία με την αποχώρησή της. Ένα ακόμα επιχείρημα είναι πως η ΕΕ χρειάζεται την Μ. Βρετανία ακόμα περισσότερο λόγω του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος που έχει η Μ. Βρετανία με άλλες χώρες τις ΕΕ.
Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, καταδεικνύει ότι Μ. Βρετανία αντιπροσωπεύει το 10% των ευρωπαϊκών εξαγωγών, ενώ η ΕΕ είναι ο αποδέκτης των μισών εξαγωγών της Μ. Βρετανίας. Έπειτα, οι υποστηρικτές ενός Brexit είναι πολύ αισιόδοξοι πως η χώρα τους θα μπορέσει να συνάψει συμφέρουσες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου πολύ γρήγορα. Ακόμα και οι εμπειρογνώμονες βρίσκουν αυτή την πιθανότητα μετέωρη. Σκληροί διαπραγματευτές όπως η Νότια Κορέα θα είναι μάλλον διστακτικοί να προσφέρουν την ίδια συμφωνία που έχουν με την ΕΕ στην Μ. Βρετανία. Η Κίνα και η Ινδία έχουν ήδη δηλώσει πως θα ενδιαφέρονταν περισσότερο για μια συμφωνία με την ΕΕ και όχι με την Μ. Βρετανία.
Επομένως, τα οφέλη που αναμένουν όσοι υποστηρίζουν πως η Βρετανία θα είναι καλύτερα εκτός της ΕΕ είναι αβέβαια και μπορεί να αποδειχθούν αυταπάτες. Την ίδια στιγμή το ρίσκο που αναλαμβάνει είναι πολύ μεγαλύτερο αν οι ψηφοφόροι επιλέξουν την αποχώρηση. Το αποτέλεσμα του Ιουνίου θα είναι ένα από τα πιο κρίσιμα στην ιστορία της ΕΕ.