Γράφει η Ελευθερία Καΐρη, Διεθνολόγος
Μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, στο κέντρο της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το επεισόδιο “Amerithrax”, που περιελάμβανε την αποστολή χιλιάδων γραμμάτων που εμπεριείχαν σπόρους άνθρακα μέσω του ταχυδρομικού συστήματος των ΗΠΑ, δημιούργησε νέους φόβους στη διεθνή κοινότητα. Αν και αποκαλύφθηκε πως η επίθεση αυτή δεν προερχόταν από την Αλ Κάιντα, το μήνυμα που διαδόθηκε παγκοσμίως ήταν σαφές: η επίθεση μπορεί να γινόταν και με λιγότερο εντυπωσιακούς αλλά πιο επικίνδυνους τρόπους, ήτοι με βιολογικά όπλα.
Κατ’αναλογία, βιοτρομοκρατία (bioterrorism) ορίζεται ως η απελευθέρωση βιολογικών παραγόντων ή τοξινών με στόχο ανθρώπους, ζώα ή φυτά με την πρόθεση την πρόκληση βλάβης ή εκφοβισμού. Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τη Σύμβαση περί Βιολογικών Όπλων (1975) απαγορεύεται η ανάπτυξη, παραγωγή και αποθήκευσή τους.
Αν και εύκολα και φθηνά στην κατασκευή τους με μικρή πιθανότητα ανίχνευσης, τα βιολογικά όπλα δύνανται να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες σε έμψυχο υλικό μέχρι να βρεθεί το αντίδοτο, αφήνοντας τις υποδομές ανέπαφες. Το γεγονός αυτό αυξάνει δραστικά την στρατηγική τους χρησιμότητα αφού μία μόνο βιολογική επίθεση θα μπορούσε να αφανίσει τον πληθυσμό μιας πόλης αφήνοντας τα κτίρια, τα αυτοκίνητα κλπ. άθικτα. Την κατάσταση δυσχεραίνει το γεγονός πως η κατάλληλη γενετική επεξεργασία (weaponization) του μικροοργανισμού ή του παράγωγου μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτατους ρυθμούς εξάπλωσης είτε μέσω του νερού είτε ακόμη και μέσω του αέρα. Χωρίς την εύρεση του κατάλληλου αντίδοτου, η μόλυνση μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Επομένως καθίσταται αδύνατη η διατύπωση ενός και μόνο δόγματος αντιμετώπισης μιας «αόρατης» απειλής.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των βιολογικών όπλων, είναι ο πανικός που προκαλούν στον πληθυσμό. Στην περίπτωση που η εκάστοτε παθούσα χώρα επιλέξει να ανακοινώσει τις υποψίες της στον γενικό πληθυσμό για λόγους ενημέρωσης και πρόληψης, τότε εγκυμονεί ο κίνδυνος πανικού με μαζικές εξόδους από την πληγείσα περιοχή, λεηλασίες καταστημάτων αλλά και ραγδαία αύξηση εγκλημάτων μεταξύ άλλων, που εν τέλει έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Μάλιστα έχει ειπωθεί πως πρωταρχικός σκοπός μιας βιολογικής επίθεσης δεν είναι η ίδια η εμφάνιση της ασθένειας αλλά η εξάπλωση του φόβου, του άγχους, της ανασφάλειας, της κατάθλιψης, της δυσπιστίας έναντι της κυβέρνησης, η πρόκληση οικονομικής κρίσης και η διακοπή των μεταφορών και του εμπορίου.
Ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι δημοκρατικές χώρες, στις οποίες τόσο οι κάτοικοι όσο και οι επισκέπτες απολαμβάνουν πληθώρα ελευθεριών, μεταξύ των οποίων η ελευθερία μετακίνησης, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει την αχίλλειο πτέρνα τους αν εκμεταλλευθεί από κάποιον κρατικό ή και μη κρατικό δρώντα. Συγκεκριμένα τα μεγάλα αστικά κέντρα αποτελούν πρωταρχικούς στόχους καθώς τα παθογόνονα μολυσματικών ασθενειών χρειάζονται κάποια συγκεκριμένη πληθυσμιακή πυκνότητα ξενιστών για να αυτοσυντηρηθούν, καθώς στην αντίθετη περίπτωση το παθογόνο θα σκοτώσει τον ξενιστή πριν προλάβει να μεταδοθεί σε άλλον ξενιστή για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Επομένως τα μεγάλα αστικά κέντρα προσφέρουν μεγάλους πληθυσμούς που ζουν σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας έτσι την αλυσίδα μετάδοσης.
Παρά τα σαφή πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν τα βιολογικά όπλα έναντι συμβατικών όπλων ή ακόμη και έναντι των λοιπών όπλων μαζικής καταστροφής (πυρηνικά και χημικά όπλα) είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως τα ιστορικά καταγεγραμμένα περιστατικά είναι σχετικά περιορισμένα καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους μικροβιολόγους να διακρίνουν μεταξύ μιας βιολογικής επίθεσης και μιας φυσικής επιδημίας χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο. Σε άρθρο τους, οι Barras και Greub αναγνωρίζουν τρεις λόγους που εξηγούν αυτό το φαινόμενο: i) οι πληροφορίες είναι περιορισμένες πριν την ανακάλυψη της σύγχρονης μικροβιολογικής της εποχής του Παστέρ, ii) η ίδια η αλήθεια ενδέχεται να έχει παραποιηθεί κυρίως για πολιτικούς λόγους αφού πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φλέγον και ευαίσθητο ζήτημα, iii) το πέρασμα του χρόνου μπορεί να αλλοίωσε την αλήθεια.
Ποια είναι επομένως η πιθανότητα μιας άρτιας εκτελεσμένης βιολογικής επίθεσης σε κάποιο αστικό κέντρο; Οι απόψεις διίστανται επί του θέματος καθώς ο μικρός αριθμός των καταγεγραμμένων περιπτώσεων έχει οδηγήσει μια μέριδα ακαδημαϊκών να θεωρούν πως κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί ενώ μια άλλη μερίδα διατείνεται πως μια βιολογική επίθεση είναι πλέον θέμα χρόνου.
Ανεξαρτήτως με το ρήγμα της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα κράτη ορθώς έχουν λάβει σειρά μέτρων προφύλαξης ώστε να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την πιθανότητα επίθεσης: προληπτικοί εμβολιασμοί, αντιβιοτικά και αντιϊκά φάρμακα (π.χ. Project BioShield), προγράμματα ανίχνευσης συγκεκριμένων παθογόνων μεταξύ άλλων. Όμως, η ίδια η βιοάμυνα (biodefense) εγείρει προβλήματα ασφάλειας και ηθικής φύσεως. Αυτό προκύπτει, εάν ληφθεί υπόψιν πως η έρευνα για την βιοάμυνα και η de novo σύνθεση παθογόνων συσχετίζεται άμεσα με την παραγωγή βιολογικών όπλων, κατά παραβίαση των διατάξεων της Σύμβασης περί Βιολογικών Όπλων. Αυτό καλείται από την επιστημονική κοινότητα το «δίλημμα της διπλής χρήσης».
Στην περίπτωση όμως που εκτελεστεί μια βιολογική επίθεση οι πολιτικοί ιθύνοντες πρέπει να επιλέξουν τα κατάλληλα εργαλεία για να προστατεύσουν τον γενικό πληθυσμό. H πρώτη δράση είναι η αναγνώριση του παθογόνου που χρησιμοποιήθηκε˙ αν πρόκειται για κάποιο γνωστό παθογόνο τότε άμεσα προμηθεύεται ο γενικός πληθυσμός με την κατάλληλη θεραπεία˙ αν πρόκειται για κάποιο άγνωστο παθογόνο, τότε παρέχονται αντίμετρα ευρέως φάσματος εώς ότου είτε να κατασκευαστεί αντίδοτο είτε το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή καταφέρει να καταπολεμήσει από μόνο του το παθογόνο. Ταυτόχρονα, με τη χρήση των υπηρεσιών πληροφόρησης της εκάστοτε χώρας, πρέπει να επιχειρηθεί η αναγνώριση του δράστη (άτομο ή και ομάδα ατόμων) καθώς η επιτυχής αναγνώριση μπορεί να οδηγήσει στην ταχύτερη παρασκευή αντιδότου και φυσικά στην ψυχολογική ανάταση του πληθυσμού, με δεδομένο ότι ο ψυχολογικός παράγοντας, όπως προαναφέρθηκε, είναι βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης βιολογικής επίθεσης.
Επομένως, ενώ διανύουμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία της «υπερτρομοκρατίας» τα κράτη οφείλουν να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μια πληθώρα ασύμμετρων απειλών που είτε θεωρούνται ως επικείμενες είτε ως απίθανες να συμβούν, καθώς, όπως αποδεικνύεται, ο σύγχρονος τρόπος ζωής των δυτικών δημοκρατιών είναι προσφιλής σε επιθέσεις. Eδώ τίθεται το μεγάλο δίλημμα των ιθύνοντων: πρόληψη ή αντίδραση;
Πηγές
1.Ali, S. Harris and Roger Keil. Networked Disease. Malden, MA: Wiley-Blackwell, 2008. Print.
2.»Amerithrax Or Anthrax Investigation». Federal Bureau of Investigation. https://www.fbi.gov/history/famous-cases/amerithrax-or-anthrax-investigation ., 2016. Web. 19 Oct. 2016.
3.Atlas, Ronald M. «Biodefense Research: An Emerging Conundrum». Current Opinion in Biotechnology16.3 (2005): 239-242. Web.
4.Barras, V. and G. Greub. «History Of Biological Warfare And Bioterrorism». Clinical Microbiology and Infection 20.6 (2014): 497-502. Web.
5.Byrd, Chelsea M, Douglas W Grosenbach, and Dennis E Hruby. «Antiviral Options For Biodefense». Current Opinion in Virology 3.5 (2013): 537-541. Web.
6.Biological Weapons Convention (1975)
7.Cohen, Jonathan, William G. Powerdly, and Steven M. Opal. Infectious Diseases. 3rd ed. Elsevier, 2010. Print.
8.Greub, G. and M.P. Grobusch. «Bioterrorism: Myth Or Reality?». Clinical Microbiology and Infection20.6 (2014): 485-487. Web.
9.HILLEMAN, M. «Overview: Cause And Prevention In Biowarfare And Bioterrorism». Vaccine 20.25-26 (2002): 3055-3067. Web.
10.Radosavljević, V. and B. Jakovljević. «Bioterrorism—Types Of Epidemics, New Epidemiological Paradigm And Levels Of Prevention». Public Health 121.7 (2007): 549-557. Web.
11.Ryan, Jeffrey R and Jan Glarum. Biosecurity And Bioterrorism. Amsterdam: Butterworth-Heinemann, 2008. Print.