Γράφει ο Αλέξανδρος Δρίβας, Διεθνολόγος
Από τον Απρίλιο του 2017, οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Β. Κορέας ακολουθούν την τροχιά μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στις ευρύτερες συνέπειες των απειλών που ανταλλάσσουν τελευταίες μέρες οι δύο χώρες και βέβαια, στις συνέπειες εκείνες που μπορούν να λάβουν χώρα σε περίπτωση μιας σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση, η υλοποίηση αλλά και η μη υλοποίηση απειλών που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι δύο δυνάμεις, θα είναι εξίσου καταστροφικές. Οι λόγοι είναι αρκετοί και αφορούν ακόμη και την ίδια τη σύλληψη της πυρηνικής αποτροπής με βάση τη σημερινή εικόνα που έχει το διεθνές σύστημα.
Οι διεθνείς συσχετισμοί.
Ακόμη και ολόκληρο το έργο του Morton Kaplan πάνω στη συστημική προσέγγιση, δεν επαρκεί για να χαρακτηρίσουμε το διεθνές σύστημα όπως αυτό είναι σήμερα. Πολλοί υποστηρίζουν πως είναι ένα ασταθές πολυπολικό σύστημα. Άλλοι, ένα σταθερό πολυπολικό, λόγω της διασποράς της πυρηνικής αποτροπής (αρκετές χώρες, διαθέτουν πυρηνικά όπλα). Σε κάθε περίπτωση, άπαξ και βρισκόμαστε στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, έχουμε να κάνουμε με ένα διεθνές σύστημα που βρίσκεται σε μετάβαση. Η πολυπολική του υφή (είτε είναι σταθερή είτε ασταθής) παρέχει ένα άνοιγμα βεντάλιας επιλογών για τους δρώντες του συστήματος έτσι ώστε να προχωρήσουν σε δημιουργία συμμαχιών με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία από αυτήν που μπορούσε να παρέχει ένα διπολικό σύστημα.
Η περιφέρεια της Ασίας, αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της μετάβασης που βιώνει η διεθνής κοινότητα. Σε αυτήν την Ήπειρο, υπάρχουν 5 πυρηνικές δυνάμεις,(Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ρωσία, Βόρεια Κορέα) η πρώτη οικονομία του πλανήτη (Κίνα), η πιο δυναμική οικονομία του πλανήτη που πρόκειται σε λίγες δεκαετίες να ξεπεράσει την αμερικανική, αφήνοντάς την στην Τρίτη θέση (Ινδία), οι δύο πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου (Κίνα και Ινδία) και βέβαια η όλο και μεγαλύτερη παραγωγή και μεταφορά πλούτου. Κάποιος θιασώτης της μεθόδου αναζήτησης διεθνών ισορροπιών ισχύος με τη χρήση της πυρηνικής αποτροπής, θα υποστήριζε πως υπάρχει σταθερότητα. Το πρόβλημα ανάγνωσης της μεταβατικής εποχής του διεθνούς συστήματος και προσώρας, Ηρακλείτειας μεταβλητότητάς του, έγκειται ακριβώς εκεί. Στη χρήση μιας θεωρίας που δημιουργήθηκε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο ο οποίος διέπονταν από αξιολογήσεις και ερμηνείες μηδενικού αθροίσματος.
Η πυρηνική αποτροπή που πολλαπλασιάζει την διεθνή αναρχία.
Η πλαισίωση των συγκρούσεων γύρω από την πυρηνική αποτροπή, διατήρησε στη ζωή τον πλανήτη μας απομακρύνοντας τον πυρηνικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στον Ψυχρό Πόλεμο. Το σκεπτικό ήταν απλό: Αν δύο δυνάμεις κατέχουν πυρηνικά όπλα, λόγω του τεράστιου κόστους χρήσης βίας, θα αποφασίσουν ορθολογικά και θα προτιμήσουν τη διπλωματική/πολιτική οδό προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους. Κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει ένα παράδοξο. Μέσω μιας άτυπης απειλής χρήσης βίας, οι δυνάμεις που κατέχουν πυρηνικό οπλοστάσιο θα αναγκαστούν να σεβαστούν έναν από τους θεμέλιους λίθους του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, που είναι η ειρηνική επίλυση των διαφορών. Πού όμως πάσχει αυτή η θεωρία;
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Ψυχρός Πόλεμος ταυτίστηκε με τον διπολισμό. Οι 2 δρώντες (ιστορικά ανφέρονται οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ) πλαισιώνονται από πυρηνική αποτροπή λόγω μηδενικού αθροίσματος. Όσο λιγότεροι σε αριθμό είναι οι δρώντες, τόσο πιο απλοποιημένο -και επομένως, προβλέψιμο- είναι ένα παίγνιο μεταξύ τους. Τι γίνεται όταν οι δρώντες που κατέχουν πυρηνικά αυξάνονται;
Λίγα χρόνια πριν, και ενώ στο κέντρο των συζητήσεων βρισκόταν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός Stephen Walt, δημοσίευσε στο περιοδικό Foreign Policy ένα κείμενο που ουσιαστικά ανοίγει τη συζήτηση για το μέλλον της πυρηνικής αποτροπής και αν αυτή (έστω σαν θεωρητικό υπόδειγμα) ακολουθεί την αλλαγή του διεθνούς συστήματος. Το άρθρο φέρει τίτλο: «Deal or No Deal? Actually, That’s Not the Right Question».[1] Η μελέτη περίπτωσης του διακεκριμένου ακαδημαϊκού, αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Δύσης και Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Συνοπτικά, ο Walt θεωρεί πως το μέγα ζητούμενο στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν δεν θα έπρεπε να είναι η πυρηνική τεχνολογία που μπορεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά το Ιράν, αφήνοντας να εννοηθεί πως υπάρχει η πυρηνική αποτροπή η οποία εξισορροπεί τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Σε επίπεδο πρακτικής, τα πράγματα είναι ίσως λίγο περισσότερο περίπλοκα. Ένα κράτος Α, αποφασίζει να προβεί σε δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου σε τακτικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει πως η απόκτηση πυρηνικής τεχνολογίας για λογαριασμό της σκληρής ισχύος, είναι ένα μέσο και όχι μια στρατηγική. Το κράτος Α, όπως και κανένα κράτος Α, δεν έχει ως στρατηγική το να καταστεί πυρηνική δύναμη γιατί θεωρεί βέβαιο πως θα κληθεί να πολεμήσει με πυρηνικά όπλα ή θα λάβει χώρα σε μια πυρηνική σύρραξη. Ουσιαστικά, το κράτος Α ενδιαφέρεται να αποκτήσει πυρηνικά όπλα για να ανοίξει τη βεντάλια πολιτικών του επιλογών. Επειδή ακριβώς γνωρίζει οτι η κατοχή πυρηνικών όπλων του εξασφαλίζει περιθώρια κινήσεων προκειμένου να μπορέσει να επιτύχει τη στρατηγική του (π.χ να καταστεί περιφερειακή δύναμη σε κάποια περιφέρεια του πλανήτη). Πιο συγκεκριμένα, το κράτος Α ελαχιστοποιεί τις απειλές που μπορεί να δεχτεί προκειμένου να ακυρώσει-αναβάλλει μελλοντικά του σχέδια. Με άλλα λόγια, η κατοχή πυρηνικών όπλων βοηθά το κράτος Α να χρειάζεται τις διαπραγματεύσεις όλο και λιγότερο. Ένα φανταστικό κράτος Β , δεν μπορεί να αναγκάσει το κράτος Α σε συγκεκριμένη συμπεριφορά (συμμόρφωση) με βάση τους κανόνες του. Το πλεονέκτημα απειλής που έχει το κράτος Β έναντι του κράτους Α, μηδενίζεται όταν το κράτος Α δημιουργήσει πυρηνικό οπλοστάσιο.
Επομένως, σε ένα σύστημα που η εξωτερική εξισορρόπηση, (δημιουργία συμμαχιών) δεν έχει τακτοποιηθεί σε δύο συμμαχίες, (όπως ο Ψυχρός Πόλεμος) όσοι περισσότεροι έχουν πυρηνικά όπλα τόσο αυξάνεται η διεθνής αναρχία που επικαλέιται ο δομικός ρεαλισμός. Από τη στιγμή που το κράτος Α γνωρίζει οτι η πυρηνική σύγκρουση δεν είναι συμφέρουσα για το κράτος Β, (η πυρηνική αποτροπή πλαισιώνει μια σύγκρουση και ταυτόχρονα εκτινάσσει σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος της σύγκρουσης) εξασφαλίζει στον εαυτό του κινήσεις για τις οποίες δεν μπορεί να απειληθεί, αυξάνοντας τελικά το κόστος του κράτους Β (μέσα από ανταλλάγματα) προκειμένου να ακολουθήσει μια πολιτική συμπεριφορά. Το δίπολο «καρότο και μαστίγιο» δέχεται ανεπανόρθωτη πληγή και μαζί με αυτό, η ίδια η ουσία των διαπραγματεύσεων. Ο ζωολογικός κήπος που μπορεί να φτιάξει η πυρηνική αποτροπή (θεωρητικά) στην πολιτική πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε ζούγκλα.
Γιατί θα είναι μοιραίο λάθος το να προβούν οι ΗΠΑ σε επιχείρηση εναντίον της Β. Κορέας;
Η Β. Κορέα είναι η ζωντανή απόδειξη πως ένα κράτος που δεν διατηρεί κανέναν συντελεστή ισχύος, μπορεί να καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Η Βόρεια Κορέα επίσης, είναι η απόδειξη οτι τα πυρηνικά οπλοστάσια δεν πρέπει να αποκτηθούν από μικρές και μεσαίες δυνάμεις (λόγω της προώθησης περαιτέρω διεθνούς αναρχίας).
Το σκεπτικό των ΗΠΑ έχει ως εξής: Η Βόρεια Κορέα απειλεί συνεχώς τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, συμμάχους των ΗΠΑ. Σύντομα, Τόκιο και Σεούλ θα ζητήσουν περαιτέρω βοήθεια από τις ΗΠΑ σε στρατιωτικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να καταβάλλουν κόστος. Η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Τόκιο και τη Σεούλ είναι πρακτικά, εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Η Κίνα θα εκλάβει ως επιθετική ενέργεια τον επανεξοπλισμό της Ιαπωνίας και βέβαια δε θα επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να περικυκλωθεί από το τρίγωνο ΗΠΑ-Ν.Κορέα- Ιαπωνία. Οι ΗΠΑ θεωρούν οτι όσο περισσότερο ισχυροποιείται η Κίνα, (κυρίως ο μεταβολισμός της οικονομικής της ισχύος σε στρατιωτική ισχύ) τόσο πιο δύσκολη θα είναι μια επιχείρηση κατά της Βορείου Κορέας. Η Ουάσινγκτον θεωρεί πως η Βόρεια Κορέα είναι σινικός βραχίονας και όσο το Πεκίνο στηρίζει την Πιονγκ-Γιανγκ η Κίνα θα μπορεί να απειλεί τις ΗΠΑ δι’ αντιπροσώπου, ο οποίος δεν μπορεί να καταταχθεί στους ορθολογικούς δρώντες μιας και ανήκει στην κατηγορία «κράτη-παρίες» (rogue states).
Αποτέλεσμα αυτού του τύπου απειλής κατά των ΗΠΑ, (αν η Βόρειος Κορέα καταφέρει να βάλει πυρηνικά σε πυραύλους) θα είναι ο περιορισμός κινήσεων της Ουάσινγκτον στην παμπλουτη σινοαμερικανική ατζέντα. Το momentum όμως, δεν ευνοεί τις ΗΠΑ για μια σειρά από λόγους: Πρώτον, οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη αποφασίσει τι είδους σχέσεις επιθυμούν με τη Ρωσία. Μια σχέση Ουάσινγκτον-Μόσχας σαν αυτή που διατηρούσε η πρώτη με το Πεκίνο κατά τα χρόνια του Νίξον, θα μπορούσε να καταστήσει αποτελεσματική την απειλή των ΗΠΑ έναντι της Βορείου Κορέας και της Κίνας. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει δύναμη-καταλύτης της σύγκρουσης μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων του διεθνούς συστήματος που έχουν τον πρώτο λόγο στην περιφέρεια που λαμβάνει χώρα η κρίση. Τρίτον, αν υποθέσουμε πως η Ρωσία θα κρατήσει μια ευμενώς ουδέτερη στάση στο ζήτημα της Βορείου Κορέας απέναντι στις ΗΠΑ, τότε θα περιμένει ανταλλάγματα σε αντίστοιχα ζωτικά ζητήματα για τη Μόσχα (Ουκρανία και Μέση Ανατολή) τα οποία οι ΗΠΑ προσώρας, δεν έχουν αποφασίσει αν διατίθνεται να καταβάλλουν. Τέταρτον, η Μέση Ανατολή και το μεγάλο ζήτημα της Συρίας, δεν έχει διευθετηθεί και σε περίπτωση μιας πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Βορείου Κορέας, κράτη και ομάδες που μάχονται στη Μέση Ανατολή θα καιροσκοπήσουν παρατείνοντας το χάος στην περιοχή. Πέμπτον, τα ποσά που πιθανόν θα χαθούν από τον επενδυτικό πανικό, ίσως προκαλέσουν ισοπέδωση της διεθνούς οικονομικής τάξης. Τέλος, η Κίνα διεμήνυσε στις ΗΠΑ οτι μονομερής επιθετική κίνηση των ΗΠΑ κατά της Βορείου Κορέας, δε θα αφήσει αδρανές το Πεκίνο. Την ίδια ώρα, δυνάμεις των ΗΠΑ βρίσκονται στη Νότια Κινεζική Θάλασσα κάτι που εξοργίζει του Κινέζους ιθύνοντες.
Η επίλυση μιας κρίσης δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Σίγουρα όμως στέκεται σε κάποιους πυλώνες. Ένας από τους πυλώνες είναι η ανισότητα μεταξύ των δρώντων που λαμβάνουν χώρα στην κρίση. Όσο πιο αδύναμος είναι ένας δρώντας, τόσο πιο πιθανό είναι να υποχωρήσει και έτσι η εκτόνωση μιας κρίσης να είναι πιο εύκολο να λάβει χώρα. Δεύτερον, ο αριθμός των δρώντων.Όπως βλέπουμε στη Συρία, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δρώντων σε μια σύγκρουση τόσο πιο πιθανό είναι το συνακόλουθο χάος. Τρίτον, η ορθή θέση διακυβευμάτων μεταξύ των διαπραγματευόμενων/συγκρουόμενων πλευρών. Η ορθή θέση των διακυβευμάτων, καθορίζει εν πολλοίς την ύπαρξη (ή μη) περιοχών εκτόνωσης της σύγκρουσης. Η ανεκτή διέξοδος είναι απαραίτητη έτσι ώστε να μην ωθηθεί κάποιος δρώντας σε μια αρνητικά απρόβλεπτη αντίδραση.
Λάθος η απειλή του Αμερικανού Προέδρου που θα κοστίσει.
Ο νομπελίστας Νορβηγός Thomas Schelling , στο έργο του «The Strategy of Conflict», έχει θέσει σαν κεντρική έννοια την απειλή. Η απειλή στις διαπραγματεύσεις είναι σύμφωνα με αυτόν, πολύ πιο αποτελεσματική από τη χρήση της βίας. Μεγάλη σημασία δίνει ο Νορβηγός στην αξιοπιστία της απειλής. Πριν διατυπωθεί μια απειλή, οφείλει ο δρώντας που τη διατυπώνει να είναι σίγουρος οτι μπορεί να την πραγματοποιήσει. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μειωθεί η αξία του ως διακυβευτή και η αποτρεπιτκή του φήμη θα πληγεί καθώς όχι μόνο ο δρώντας που δέχθηκε την απειλή θα τον αγνοήσει, αλλά και άλλοι δρώντες, που βρίσκονται εκτός της σύγκρουσης/διαπραγμάτευσης θα τον θεωρήσουν αναξιόπιστο και αδύναμο. Η εκπομπή σήματος αδυναμίας, μειώνει την αίσθηση ασφάλειας των δρώντων που πριν την φανέρωση της αναξιόπιστης απειλής, ήταν σύμμαχοι με τον δρώντα που την διατύπωσε.
Η απειλή του Αμερικανού Προέδρου εναντίον της Βορείου Κορέας οτι θα αντιμετωπίσει φωτιά και οργή, αν δεν πραγματοποιηθεί, τότε η Βόρεια Κορέα, θα συμπεριφερθεί ακόμη πιο ακροσφαλώς. Η Βόρεια Κορέα, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα καθώς γνωρίζει οτι βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία) εκ των οποίων οι δύο (Κίνα και Ρωσία) επιθυμούν τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo στη Βόρεια Κορέα. Σε συνδυασμό με την μη πραγματοποίηση της απειλής και αναλογιζόμενοι το μηδενικό πολιτικό κόστος που έχει μια χώρα σαν τη Βόρεια Κορέα, αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη προκλητικότητα από την Πιονγκ-Γιανγκ η οποία με τη σειρά της, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η πιθανότητα δημιουργίας μιας αυτεκπληρούμενης σύγκρουσης, δεν είναι μικρή. Ας ελπίσουμε να μην έχει συνεχώς αύξουσα τάση αν και η ελπίδα, βγήκε τελευταία από το Κουτί της Πανδώρας.
Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα thinknews.gr