Γράφει ο Αθανάσιος Πίτατζης, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της BP με τίτλο “BP Statistical Review of World June 2017” για τα παγκόσμια ενεργειακά δρώμενα (τα στοιχεία αναφέρονται για το έτος 2016), το Ιράν έχει στο έδαφός του τα μεγαλύτερα επιβεβαιωμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου στον κόσμο, τα οποία ανέρχονται στα 33,5 τρισεκατομμύρια (τρις) κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Σε αντιπαράθεση, να επισημάνουμε ότι η Ρωσία έρχεται δεύτερη σε επιβεβαιωμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου με 32,3 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και το Κατάρ τρίτο με 24,3 τρις κυβικά μέτρα. Επίσης να τονίσουμε για παράδειγμα ότι η ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου για το έτος 2016 για την:
– Ευρωπαϊκή Ένωση κυμάνθηκε στα 428 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, δηλαδή το Ιράν θα μπορούσε να την τροφοδοτήσει για 78 χρόνια περίπου και
– Ελλάδα κυμάνθηκε στα 2,8 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, δηλαδή το Ιράν θα μπορούσε να την τροφοδοτήσει για εκατοντάδες χρόνια
Το γεωπολιτικό και οικονομικό πρόβλημα του Ιράν είναι ότι βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό την οικονομική του ευημερία στον ενεργειακό του τομέα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οικονομία του Ιράν αναπτύχθηκε το 2016 με ρυθμό 13.4%, ενώ το 2015 είχε αναπτυχθεί με ρυθμό μόλις 1,3%. Η θεαματική αύξηση του ΑΕΠ το 2016 οφείλεται κατά ένα μεγάλο βαθμό στον Πετρελαϊκό τομέα (Πετρέλαιο και Φυσικό Αέριο) της χώρας, πιο συγκεκριμένα η αύξηση του ΑΕΠ που σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με το πετρέλαιο αυξήθηκε κατά 60% το 2016, λόγω της αύξησης της παραγωγής πετρελαίου και της εξαγωγής του στις διεθνείς αγορές. Αντίστοιχα η αύξηση του ΑΕΠ που δεν σχετίζεται με τον πετρελαϊκό τομέα ήταν μόλις 3% για το 2016.
Είναι γνωστό, ότι το Ιράν κατέχει τα τέταρτα μεγαλύτερά επιβεβαιωμένα αποθέματα παγκοσμίως (158,4 δισ. βαρέλια πετρέλαιο) και οι εξαγωγές πετρελαίου αποτελούν το 95% των εξαγωγών του πετρελαϊκού τομέα του Ιράν. Ουσιαστικά, η ευημερία του Ιράν για τα επόμενα 10 με 15 χρόνια τουλάχιστον θα εξαρτάται από τις εξαγωγές πετρελαίου. Αυτή η περίπλοκη οικονομική κατάσταση είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της “Ολλανδικής Νόσου” η οποία πλήττει όλες τις χώρες που βασίζουν την οικονομική τους ανάπτυξη στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων τους. Πιο συγκεκριμένα, η ανάπτυξη ενός μόνου τομέα της οικονομίας (πετρέλαιο) και η σταδιακή απαξίωση και οικονομική νέκρωση των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας. Η γεωπολιτική και ενεργειακή του Ιράν σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το παραπάνω πρόβλημα, το οποίο μπορεί να οξυνθεί σε περίπτωση που η συμφωνία για τα πυρηνικά της χώρας καταρρεύσει και η Διεθνής Κοινότητα ξανά επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στην χώρα.
Η μόνη στρατηγική που μπορεί να εφαρμόσει άμεσα το Ιράν για να αντιμετωπίσει άμεσα αυτό το πρόβλημα είναι η μερική διαφοροποίηση των εξαγωγών του πετρελαϊκού τομέα του, με αύξηση των εξαγωγών φυσικού αερίου. Η ανάπτυξη άλλων τομέων της οικονομίας μπορεί να πάρει δεκαετίες ή τουλάχιστον 15 με 20 χρόνια, γεωπολιτικό χρόνο τον οποίο δεν διαθέτει η Τεχεράνη.
Το Ιράν μέχρι σήμερα, καταναλώνει το 95% της παραγωγής φυσικού αερίου που παράγει κυρίως για παραγωγή ηλεκτρισμού, για εισαγωγή σε παλιά κοιτάσματα πετρελαίου για διατήρηση του επιπέδου παραγωγής τους σε οικονομικά επίπεδα και για κάλυψή της εσωτερικής βιομηχανικής και εμπορικής ζήτησης. Το Ιράν εξάγει περίπου 5 με 10 δισ. κυβικά μέτρα προς Τουρκία και Αρμενία/Αζερμπαϊτζάν με αντίστοιχους αγωγούς, και τις αντίστοιχες ποσότητες ανάλογα με την εσωτερική ζήτηση καλύπτει με εισαγωγές φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν. Η αύξηση εξαγωγών φυσικού αερίου θα επιτευχθεί μόνο με την δραστική αξιοποίηση (αύξηση της παραγωγής) των κοιτασμάτων φυσικού αερίου Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος το Ιράν θα χρειαστεί άμεσες ξένες επενδύσεις και στρατηγική σχέση μεταφοράς τεχνογνωσίας κυρίως από Δυτικές εταιρείες πετρελαίου. Ακόμη και στην περίπτωση που η γεωπολιτική πραγματικότητά βελτιωθεί και οι εταιρείες έρθουν στην χώρα, το Ιράν έχει πολλές θεσμικές αδυναμίες οι οποίες θέτουν τεράστια εμπόδια και αργοπορία στην ανάπτυξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας. Κάποιες από αυτές τις αδυναμίες είναι η γραφειοκρατία, η έλλειψη υποδομών, ο πληθωρισμός, η πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, και η ενδεχόμενη πολιτική αναταραχή.