Γράφει ο Θεόδωρος Βαβίκης, Διεθνολόγος
Αμέσως μετά την εκδήλωση των τρομοκρατικών επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου του 2015 στο Παρίσι, ο Γάλλος Πρόεδρος Francois Hollande, σε διάγγελμά του προς τον Γαλλικό λαό χαρακτήρισε τις συγκεκριμένες επιθέσεις ως πράξη «πολέμου». Παράλληλα ανέφερε οτι ήταν οργανωμένες στο εξωτερικό, από το Ισλαμικό κράτος, δίνοντας έτσι μια διεθνή διάσταση στο θέμα. Οι δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου μας κάνουν ευλόγως να αναρωτιόμαστε αν είμαστε σε πόλεμο, και μάλιστα παγκόσμιας κλίμακας.
Η διεθνοποίηση της τρομοκρατίας δεν είναι προφανής σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Όχι μόνο από πλευράς απουσίας τρομοκρατικών επιθέσεων, αλλά και από πλευράς λήψης προληπτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε επίπεδο αστυνομικής παρουσίας στους δημόσιους χώρους και προστασίας στόχων χαρακτηριζόμενων ως υψηλού κινδύνου δεν φαίνεται να έχουν να αλλάξει και πολλά. Η τρέχουσα κατάσταση δεν θυμίζει σε τίποτα εμπόλεμη κατάσταση. Προσωπικά χρειάστηκε να γίνω αυτόπτης μάρτυρας των τρομοκρατικών επιθέσεων της 22ας Μαρτίου 2016 στις Βρυξέλλες, για να αντιληφθώ με τον πλέον σκληρό τρόπο τη διεθνοποίηση της τρομοκρατικής απειλής. Η τρομοκρατική απειλή είναι οικουμενική και μας αφορά όλους. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις σχεδιάζονται στην Μέση Ανατολή, εκτελούνται σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική και άλλα μέρη του κόσμου, ενώ οι τρομοκράτες, μετακινούνται διερχόμενοι μέσα από μια σειρά ενδιάμεσων χωρών, και αυτό περιγράφει μόνο ένα μικρό κομμάτι της ευρύτερης εικόνας. Υπό αυτή την έννοια, η απειλή της τρομοκρατίας είναι παγκόσμια. Μπορούμε όμως να ορίσουμε και να χαρακτηρίσουμε μια μεμονωμένη τρομοκρατική ενέργεια ή ακόμα και ένα σύνολο ενεργειών με μεγάλο αριθμό θυμάτων ως πόλεμο; και πολύ περισσότερο παγκοσμίας κλίμακας;
Με τον όρο Παγκόσμιος Πόλεμος, κατευθείαν μας έρχονται στο μυαλό εικόνες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνα. Εικόνες ενός ολοκληρωτικού πολέμου, όπου όλα τα μέσα παραγωγής της οικονομίας εξοπλίζουν και τροφοδοτούν ακατάπαυστα τη πολεμική μηχανή. Εικόνες με εκτεταμένης κλίμακας μάχες σε θάλασσα, στεριά και αέρα, τις άνευ προηγουμένου καταστροφές και τις εκατόμβες των θυμάτων. Εικόνες στρατολόγησης σχεδόν του συνόλου του άρρενος πληθυσμού. Καταστάσεις που δεν θα είχαν συντελεστεί σε μια μη εκβιομηχανισμένη κοινωνία, σε μια κοινωνία που δεν θα ανήκε στην εποχή της νεωτερικότητας. Όμως σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να θέσω το εξής ερώτημα: Πόσο όμοιες είναι οι κοινωνίες, αλλά και οι οικονομίες του 1910 και του 1940 με τις σημερινές; Ποιο στάδιο οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης αντανακλούσαν τότε και ποιο σήμερα;
Η απάντηση βρίσκεται στην εκβιομηχάνιση και την σταδιακή από – βιομηχάνιση της οικονομίας, με τις επακόλουθες αλλαγές που επέφεραν στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό. Με λίγα λόγια, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος,(όπως και μια σειρά άλλων συγκρούσεων, λίγο πριν, λίγο μετά αλλά και στο ενδιάμεσο) αποτελούν προϊόν και απότοκο της βιομηχανικής επανάστασης. Μιας διαδικασίας οικονομικής εξέλιξης που άλλαξε ριζικά την Δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, αλλά πολύ λιγότερο την χώρα μας, όπου ουσιαστικά δεν έλαβε ποτέ χώρα. Το χτίσιμο της τεράστιας στρατιωτικής μηχανής, τόσο των δυνάμεων του άξονα, όσο και των συμμάχων δεν θα μπορούσε να συντελεστεί, ούτε σε κάποια άλλη προγενέστερη εποχή, ούτε και σε χώρες που δεν είχαν μετασχηματιστεί από τη βιομηχανική επανάσταση. Αντίστοιχο είναι βέβαια και το μέγεθος των εξοπλισμών, των μαχών, αλλά και των απωλειών που ακολούθησαν. Ούτε αυτά θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, σε απόλυτους αριθμούς σε μια άλλη εποχή, πριν από την εποχή της νεωτερικότητας. Τεχνολογικά επιτεύγματα της περιόδου της βιομηχανικής επανάστασης, που εφευρέθηκαν και κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά σε γραμμές παραγωγής σε μαζική κλίμακα για να διευκολύνουν την καθημερινότητα των ανθρώπων, μετασχηματιστήκαν σε μια θανάσιμη πολεμική μηχανή.
Η βαριά βιομηχανία, και γενικότερα ο δευτερογενής τομέας παραγωγής συνέχισαν να βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομίας για πολλά χρόνια ακόμα, όμως στο τελευταίο τέταρτο του 21ου αιώνα, μια σταδιακή, αλλά ριζική αλλαγή άρχισε να συντελείται. Η απο–βιομηχανοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως αποκαλείται αυτή η νέα μεταβολή και χαρακτηρίζεται κυρίως από πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, μείωση των θέσεων εργασίας στα εργοστάσια και μικρότερο ποσοστό συνεισφοράς του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ. Συγχρόνως αρχίσει να διογκώνεται το τριτογενής τομέας παραγωγής, αυτός των υπηρεσιών. Οι προηγμένες και εκβιομηχανισμένες κοινωνίες έφτασαν πλέον σε ένα σημείο κορεσμού και απαξίωσης του υλισμού. Μαζί με τις αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας επήλθαν και αλλαγές στην κοινωνία, το πολιτικό σκηνικό, τον πολιτισμό, και όπως καταδεικνύουν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο τρόπο που επιλέγουν κάποιες ομάδες ατόμων και οργανώσεις να διεξάγουν «πολεμικές» επιχειρήσεις.
Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύουμε ότι οι πόλεμοι στην μετά – βιομηχανική εποχή θα διεξάγονται με τα ίδια μέσα και τους ίδιους όρους που διεξάγονταν στην βιομηχανική και προ-βιομηχανική εποχή. Όπως η διεξαγωγή του πολέμου μεταβλήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι και νεωτερικότητα, έτσι θα συνεχίσει να μεταβάλλεται και στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι βίαιες συγκρούσεις έτσι όπως τις έχουμε γνωρίσει θα εξαλειφτούν τελείως.
Αντίστοιχα θα πρέπει να προσαρμοστούν και οι αμυντικοί μηχανισμοί των σύγχρονων κρατών στις προκλήσεις των τρομοκρατικών απειλών. Η πραγματικότητα είναι ότι οι ένοπλες δυνάμεις των κρατών της Δύσης είναι προσανατολισμένες κυρίως στο να ανταποκρίνονται σε πολεμικά σενάρια πιο κοντά στις απαιτήσεις των συγκρούσεων του παρελθόντος και λιγότερο του παρόντος. Η χρησιμότητα μιας ίλης τεθωρακισμένων είναι αμφισβητούμενη μπροστά σε μια κατάσταση ομηρίας δεκάδων αμάχων από έναν ένοπλο. Ένα σμήνος μαχητικών δεν έχουν τη δυνατότητα να πλήξουν έναν τρομοκράτη ζωσμένο με εκρηκτικά μέσα σε ένα πολυσύχναστο σταθμό του μετρό. Τα οπλικά συστήματα, τα οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν υπερσύγχρονα δεν μπορούν να μας προστατέψουν από τους τρομοκράτες. Από την άλλη, ένα κατάλληλα εκπαιδευμένος σκύλος στην ανίχνευση εκρηκτικών στην είσοδο ενός αεροδρομίου μπορεί να αποσοβήσει ένα πολύνεκρο χτύπημα.
Η παραπάνω ανάλυση δεν υποδηλώνει ότι στο μέλλον δεν πρόκειται να διεξαχθεί κάποια βίαια σύγκρουση με τους όρους του παρελθόντος. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας δεν θα ξαναχρησιμοποιηθεί το μαχαίρι. Ο πόλεμος, και δει τα μέσα και ο τρόπος διεξαγωγής του εξελίσσεται και προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή που διανύουμε. Όλες οι εποχές είχαν τους πολέμους τους, έτσι και η δική μας. Όλα δείχνουν πως εμείς σήμερα βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μεταξύ δύο ιστορικών περιόδων, της νεωτερικότητας και της μετά – νεωτερικότητας, και αντιστοίχως και η πρακτική του πολέμου. Το μεγάλο στοίχημα είναι η έγκαιρη συνειδητοποίηση αυτής της ιστορικής, ενώ ακόμα μεγαλύτερο στοίχημα είναι η έγκαιρη προσαρμογή τόσο των πολιτών ενός κράτους, όσο και των μηχανισμών αποτροπής και αντιμετώπισης.