Γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτου, Ιδρυτικός Εταίρος & Μέλος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Η προσωπική μου εκτίμηση σε σχέση με την παραίτηση του Αχμέτ Νταβούτογλου από το αξίωμα του πρωθυπουργού, πριν από 2 ½ μήνες, ήταν πως θα επιστρέψει, ενδεχομένως και ως υπηρεσιακός πρόεδρος, διεκδικώντας τον ρόλο του μεταρρυθμιστή ηγέτη της Τουρκίας κατά την επαύριο ενός πραξικοπήματος. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη γείτονα χώρα επαλήθευσαν και διέψευσαν εν μέρει την πρόβλεψη μου αυτή, καθότι το πραξικόπημα απέτυχε και ο Νταβούτογλου καθυστερημένα τη νύχτα της 15ης – 16ης Ιουλίου προέβη σε δηλώσεις υποστηρικτικές προς τη Δημοκρατία και το καθεστώς Ερντογάν ακολουθώντας το παράδειγμα του Αμπντουλάχ Γκιούλ (πρώην Προέδρου της Τουρκίας), των άλλων πολιτικών παραγόντων εντός κοινοβουλίου καθώς και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, που διαδοχικά έσπευσαν να αποκηρύξουν το πραξικόπημα και να στηρίξουν τον Ερντογάν. Το ζητούμενο είναι, συνεπώς, να αναζητηθεί το γιατί απέτυχε αυτή η κίνηση των Τούρκων αξιωματικών και ποιος την υποστήριξε παρασκηνιακά. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι, στο παρόν άρθρο, απορρίπτεται εξαρχής η ανάλυση που κερδίζει έδαφος τις τελευταίες ώρες σε σχέση με την πιθανή σκηνοθεσία του πραξικοπήματος από τον ίδιο τον Ερντογάν, προκειμένου να αυξήσει τις εξουσίες του και την επιρροή του στο εσωτερικό της Τουρκίας καθώς και η ερμηνεία της νίκης του τουρκικού λαού και του iPhone έναντι των τανκς, όπως γλαφυρά υποστηρίζει μερίδα των Ελληνικών ΜΜΕ.
Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει προβλήματα στις σχέσεις του με τις δυτικές δυνάμεις και η πτώση του, με την ταυτόχρονη αντικατάστασή του από έναν μεταρρυθμιστή και φιλοδυτικό ηγέτη, θα ήταν προς όφελος της Τουρκίας, όσο και των δυτικών συμμάχων. Τα τελευταία έξι χρόνια, ειδικότερα έπειτα από την ευρύτατη ανάφλεξη που προκάλεσε η «Αραβική Άνοιξη» στη διαπεριφέρεια της Βορείου Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, επιχειρήθηκε από τον ίδιο τον Ερντογάν καθώς και από τον αρχιτέκτονα της σύγχρονης τουρκικής υψηλής στρατηγικής, Νταβούτογλου, η προοδευτική σύνθεση μιας νέο-οθωμανικής δυναμικής μέσω της οποίας η Τουρκία θα εξασφάλιζε έναν προεξάρχοντα και κομβικό ρόλο επί των σουνιτικών μουσουλμανικών πληθυσμών και καθεστώτων που θα υπερίσχυαν την επόμενη μέρα της πτώσης των δικτατόρων. Δεν πρέπει να λησμονείται, πως ο Ερντογάν είχε επιτεθεί ήδη λεκτικά προς τον Σιμόν Πέρες στο Νταβός, το 2009, και επισκέφθηκε την πλατεία Ταχρίρ, το 2011, κατά την πτώση του Μουμπάρακ, τυγχάνοντας υποδοχής ήρωα από τους ομοδόξους του, ενώ παράλληλα ο Νταβούτογλου, ως υπουργός εξωτερικών, επισκέφθηκε τον πρόεδρο της Αλγερίας, το 2010, και ισχυρίστηκε πως ο τελευταίος του ζήτησε να σχηματισθεί μία νέα Οθωμανική Κοινοπολιτεία υπό την ηγεσία της Τουρκίας. Η μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, η οποία χαρακτήριζε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) και τον ίδιο τον ηγέτη του έως το 2009, αντικαταστάθηκε βαθμηδόν από την διεκδίκηση της ηγετικής θέσης στον ισλαμικό κόσμο και ειδικότερα επί των Σουνιτών Μουσουλμάνων. Η πορεία αυτή, σε συνδυασμό με την ακροσφαλή πολιτική του με τη Δύση και την ΕΕ, η αποδεδειγμένη εμπλοκή του (με βάση τα ρωσικά στοιχεία) στον συριακό πόλεμο, στον πλευρό των ακραίων στοιχείων και του Ισλαμικού Κράτους, καθώς και οι μεγαλοϊδεατισμοί για στρατιωτική κάθοδο προς τη Μοσούλη αποτέλεσαν «τις σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι» για την ισορροπία ισχύος στην περιοχή και για την αρχιτεκτονική ασφαλείας του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Παράλληλα, η συντηρητική νομοθετική στροφή του στο εσωτερικό της Τουρκίας με στοιχεία που εμπίπτουν σε ολοκληρωτικά θρησκευτικά καθεστώτα και η προφανής προσπάθειας ισλαμοποίησης της Τουρκίας κινητοποίησαν τα αντανακλαστικά του κοσμικού κεμαλικού κράτους και του στρατού και ανέδειξαν τον Νταβούτογλου στον μόνο ενδεδειγμένο συνομιλητή για τις δυτικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προκάλεσε συνειδητά ή ασυνείδητα την πλεύση της Τουρκίας προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Συνεπώς, μετά την παραίτηση του τελευταίου, ήταν δεδομένο πως τόσο ο στρατός, όσο και οι εξωτερικοί παρατηρητές της Τουρκίας θα επιδίωκαν την επαναφορά της Τουρκίας στην προοδευτική και εξωστρεφή τροχιά των προηγούμενων ετών και ο Νταβούτογλου θα καθίστατο ο μόνος αξιόπιστος πολιτικός παράγοντας για να αναλάβει το εγχείρημα αυτό εξισορροπώντας μεταξύ του κεμαλικού και του ισλαμικού στοιχείου. Ο στρατός αποφάσισε να επέμβει τη νύχτα της 15ης Ιουλίου, αποτυγχάνοντας παταγωδώς και πλήττοντας καίρια τη φήμη του των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αφού τακτικά στρατεύματα σε ξηρά και αέρα ηττήθηκαν από τους οπαδούς του Ερντογάν και από την αστυνομία και εν συνεχεία διαπομπευθήκαν. Γιατί όμως συνέβη αυτό;
Καταρχάς, ο τουρκικός στρατός δεν είναι ίδιος με αυτόν των προηγούμενων δεκαετιών και αντανακλά τον διχασμό του τουρκικού λαού. Ήδη από την εποχή της υποθέσεως «Βαριοπούλα», το 2007, ο Ερντογάν είχε ξεκινήσει την απομάκρυνση των κεμαλικών στοιχείων και την προοδευτική αντικατάστασή τους με άτομα της εμπιστοσύνης του. Κατά την άποψη του γράφοντος, ο σημερινός τουρκικός στρατός, σε επίπεδο ιδεολογίας, έχει διαιρεθεί σε κοσμικούς κεμαλικούς και σε φιλο-ισλαμικούς παράγοντες, αντικατοπτρίζοντας τη σύγκρουση στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας, όπως αυτή κατέστη πασιφανής με απαρχή τις ταραχές στην πλατεία Ταξίμ και την εξέγερση των κοσμικών Τούρκων Αλεβιτών κατά του Ερντογάν, μεταξύ 2013-2014, σε Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα καθώς και στον τουρκικό νότο από τους Κούρδους, όπου μαίνεται έως σήμερα. Ο τουρκικός στρατός δεν ήταν συμπαγής και ομόψυχος κατά την απόπειρα του πραξικοπήματος, για αυτό και οι πραξικοπηματίες εγκαταλείφθηκαν την πιο κρίσιμη στιγμή από τους στρατιωτικούς κύκλους που πρόσκεινται στον Ερντογάν και που, πιθανότατα, διαπραγματεύθηκαν με τον ίδιο την απόσυρση και τη στήριξή τους προς αυτόν έναντι ανταλλαγμάτων, που θα δοθούν τις επόμενες μέρες, στις κρίσεις που θα ακολουθήσουν.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο οι πραξικοπηματίες υπέπεσαν σε ένα μοιραίο λάθος, το οποίο είναι απίθανο να μην είχε ληφθεί υπόψη κατά την εκτέλεση ενός τέτοιου σχεδίου. Η πλήρης φραγή των επικοινωνιών είναι βασική προϋπόθεση για την ψυχολογική επικράτηση ενός πραξικοπήματος, ειδικότερα στη σημερινή εποχή των πληροφοριών και των πολλαπλών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το γεγονός ότι «δεν έκλεισαν» τα ιδιωτικά κανάλια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εστιάζοντας μόνο στον έλεγχο της κρατικής τηλεόρασης, φαντάζει αδιανόητο και ερασιτεχνικό. Προφανώς, οι πραξικοπηματίες προδόθηκαν στο συγκεκριμένο επίπεδο, αφού αυτός ή αυτοί που είχαν αναλάβει «το κλείσιμο των καναλιών», δεν το πραγματοποίησαν αφήνοντας εκτεθειμένες τις στρατιωτικές δυνάμεις, τόσο στην τουρκική κοινή γνώμη όσο και διεθνώς. Κατ’ επέκταση, η μόνη επιλογή, που είχε ο στρατός, θα ήταν να αιματοκυλίσει την Τουρκία και να ξεκινήσει έναν εμφύλιο, κάτι που ήταν αδύνατο δεδομένης της μη συνοχής του και του τεράστιου κόστους που θα είχε αυτή η επιλογή. Για αυτό και έμειναν αδρανείς απέναντι στο πλήθος.
Σε ότι αφορά το διεθνές επίπεδο, είναι δεδομένο πως κάποιοι γνώριζαν τι θα συμβεί για αυτό και ήταν πολύ προσεκτικοί στις δηλώσεις τους, οι οποίες σταδιακά στράφηκαν προς τη στήριξη της επικρατούσας πλευράς. Τόσο ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, όσο και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ εμφανίσθηκαν σχεδόν ουδέτεροι, με τον τελευταίο να ζητά αυτοσυγκράτηση από τις δύο πλευρές. Κατά την επικράτηση ωστόσο της πλευράς Ερντογάν, ο Μπάρακ Ομπάμα δήλωσε ανοιχτά τη στήριξή του προς τον Τούρκο πρόεδρο, ακολουθώντας στη συνέχεια και οι Ευρωπαίοι ηγέτες και το Κρεμλίνο, κάνοντας λόγο για στήριξη της συνταγματικής τάξης και της Δημοκρατίας. Στην αλληλουχία αυτή των γεγονότων θα πρέπει να προστεθεί και η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία για αίτημα του Ερντογάν σχετικά με τη χορήγηση ασύλου από τη Γερμανία, το οποίο δεν εγκρίθηκε καθώς και η πτήση του στον Ευρωπαϊκό εναέριο χώρο.
Αλήθεια, ποια Δημοκρατία ακριβώς στηρίζουν στην Τουρκία; Το γεγονός, ότι ο Ερντογάν εκλέγεται με δημοκρατικό τρόπο, δεν καλύπτει τους ορισμούς και την ουσία του πολιτεύματος που είναι η ελευθερία και η διασφάλιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Ερντογάν βγαίνει ενισχυμένος από την επικράτησή του αυτή μαζί με το συντηρητικό μουσουλμανικό στοιχείο της Τουρκίας, το οποίο υπερέχει πληθυσμιακά σε ποσοστό 70% έναντι του υπολοίπου κοσμικού-προοδευτικού. Η απόπειρα πραξικοπήματος ανοίγει αναμφίβολα τους «ασκούς του Αιόλου» κατά την επαύριο.
Η επόμενη μέρα βρίσκει την Τουρκία πρωτίστως διχασμένη, διαιρεμένη και φυγόκεντρες δυνάμεις θα αναπτυχθούν στο σύνολο της κρατικής διοίκησης. Ήδη ο Ερντογάν πραγματοποιεί την δική του «κάθαρση» σε δικαιοσύνη και στρατό και θα επιχειρήσει την εξάπλωση του ολοκληρωτισμού, που ξεκίνησε με τη συντηρητική νομοθετική στροφή, σε επίπεδο κοινωνίας καθώς και τη θεαματική αύξηση των εξουσιών του προσεχώς. Η απειλή για επαναφορά της θανατικής ποινής είναι ένα δείγμα των προθέσεών του, που θα τον φέρει σε πλήρη σύγκρουση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ίσως όμως να υπάρχει και εναλλακτικός δρόμος.
Η επαναπροσέγγιση του με τον Πούτιν και τη Ρωσία και η εντυπωσιακή άμεση κατάργηση του νόμου περί κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας από τον Ρώσο πρόεδρο, που επιβλήθηκε έπειτα από την κατάρριψη του SU-24, δηλώνει ότι κυοφορείται κάτι πολύ βαθύτερο στις σχέσεις μεταξύ των δύο προέδρων και των δύο κρατών. Είναι απίθανο η Ρωσία να υποχωρούσε αμέσως έπειτα από το απολογητικό γράμμα του Ερντογάν, δεδομένου του ότι το Κρεμλίνο τον είχε κατηγορήσει ευθέως για συνεργασία με το Ισλαμικό Κράτος και τον είχε διαπομπεύσει δημοσίως. Επίσης, η μέχρι πρότινος αντιπαράθεση των δύο δυνάμεων επί της Συρίας καθιστά ιδιαιτέρως σύνθετη την περίεργη αυτή επαναπροσέγγιση. Η απάντηση μπορεί να εντοπιστεί στο ενδεχόμενο της γεωπολιτικής στροφής της Τουρκίας προς την Ευρασιατική Ένωση κατά τους επόμενους μήνες, εφόσον οι σχέσεις του Ερντογάν με τη Δύση θα διαταραχθούν περαιτέρω εξαιτίας του διαφαινόμενου ολοκληρωτισμού που επέρχεται στη χώρα και ο οποίος είναι σε πλήρη αντίθεση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το πλέγμα των φιλελεύθερων αξιών του Δυτικού Κόσμου. Άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες, η Τουρκία θα χρειασθεί πολλά χρόνια προκειμένου να ακολουθήσει αξιόπιστα την διαδικασία ένταξης στην ΕΕ.
Στην περίπτωση που οι ανωτέρω εκτιμήσεις επαληθευθούν, τόσο το κοσμικό στοιχείο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και οι δυτικές δυνάμεις, θα κληθούν να δράσουν αναγκαστικά και σε αποτελεσματικό βαθμό, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της αρχιτεκτονικής ασφαλείας του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Η πρόσδεση της Τουρκίας στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό άρμα της Ευρασιατικής Ένωσης και του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας, που ουσιαστικά προστατεύει ως δομή την πρώτη και προεξοφλεί την εμβάθυνση της ευρασιατικής ολοκλήρωσης σε συνδυασμό με το Σύμφωνο της Σαγκάης, που κατευθύνεται από τη Ρωσία και από την Κίνα, θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στη γενικότερη ισορροπία ισχύος στον ευρασιατικό χώρο. Οι προοπτικές αυτές, μαζί με τον αναβρασμό που θα εντείνεται στο εσωτερικό της Τουρκίας, προοιωνίζουν μία νέα προσπάθεια ανατροπής του Ερντογάν και ασφαλώς την αντικατάστασή του από έναν πολιτικό που θα την επαναφέρει εξισορροπητικά στον ορθό ιστορικά δρόμο. Τότε ενδεχομένως, το οποίο κίνημα, στρατιωτικό ή άλλης μορφής, θα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας και ίσως επαληθευθεί αναδρομικά η αρχική πρόβλεψη του γράφοντος.