Γράφει ο Χρήστος Βεράτης
Δίκτυο 5G
Το 5G θα αποτελέσει τη βάση για την ιστορικότερη τεχνολογική μεταμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Τα 5G δίκτυα αποσκοπούν στην εκπλήρωση των απαιτήσεων στις επικοινωνίες την επόμενη δεκαετία. Η υποστήριξη της αμείλικτης αύξησης της κατανάλωσης δεδομένων μέσω κινητού τηλεφώνου αποτελεί προφανή στόχο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές άλλες προκλήσεις μεταξύ των λειτουργικών και τεχνολογιών παραγόντων, όπως είναι η ανάγκη ταυτόχρονης υποστήριξης πολλαπλών συσκευών, ο τεράστιος όγκος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των συσκευών, οι εξαιρετικά χαμηλές καθυστερήσεις, η πλήρης κάλυψη, η αποδοτικότερη χρήση του ραδιοφάσματος, η ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας και η ασφάλεια. Το 5G θα επιφέρει αύξηση της ταχύτητας και της ευρυζωνικότητας των ασύρματων δικτύων έως και 100 φορές ταχύτερα από το 4G. Επιπλέον, θα επιτρέψει επίσης μαζική συνδεσιμότητα συσκευών, το Internet of Things (IoT-δηλαδή τη διασύνδεση συσκευών και αντικειμένων καθημερινής χρήσης, με το διαδίκτυο), “έξυπνες πόλεις” και “έξυπνη γεωργία”, αυτόνομη οδήγηση αυτοκινήτων, τηλε-χειρουργική και εικονική πραγματικότητα. Επιπλέον, έχει στόχο να ενσωματώσει τις λειτουργίες ελέγχου ταυτότητας και εξουσιοδότησης μεταξύ δορυφορικών και επίγειων συστημάτων επικοινωνίας. Στο οικονομικό μέτωπο, το 5G θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Σε οικονομικά μεγέθη, θα αποφέρει κέρδη 12,3 τρις. δολάρια και θα δημιουργήσει 22 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, έως το 2035.
Huawei
Το «καμάρι» της Κίνας για την τεχνολογία δικτύων 5G είναι η Huawei. Σε πολλούς μπορεί να είναι γνωστή μόνο για τα κινητά της, όμως η κινεζική εταιρεία θεωρείται ο κορυφαίος «παίκτης» του 5G, παγκοσμίως. Αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή εξοπλισμού τηλεπικοινωνιακών δικτύων στον πλανήτη και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής smartphone στον κόσμο μετά τη Samsung, με το 18% της αγοράς (προβλέψεις ότι μπορεί να ξεπεράσει το μερίδιο αγοράς της Samsung έως το 2021) – μπροστά από την Apple και άλλους.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, για να εδραιώσει την θέση, η Huawei έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις τεχνολογίες 5G, κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Προσέλαβε διεθνείς εμπειρογνώμονες και συμμετείχε ενεργά στο πρόγραμμα 3GPP (Third–Generation Partnership Project – πρόκειται για το διεθνές σώμα που καθορίζει τα πρότυπα ασύρματων δικτύων και απαρτίζεται, μεταξύ άλλων, από εκπροσώπους τηλεπικοινωνιακών ομίλων και κατασκευαστών τηλεπικοινωνιακού υλικού). Αυτά τα πρότυπα θα οριοθετήσουν τη ροή χρημάτων που θα προέρχονται από πληρωμές δικαιωμάτων σε άλλες εταιρίες τηλεπικοινωνιών και τους πελάτες τους (περίπου 22 δισεκατομμύρια συσκευές μέχρι το 2024. Ως το 2017, οι κινεζικές εταιρείες βρίσκονταν πίσω από το 10% των περίπου 1.450 κρίσιμων πατεντών για την τεχνολογία των δικτύων 5G. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2011 οι Huawei και ZTE μαζί κατείχαν μόλις το 7% των πατεντών 4G. Την ίδια περίοδο, μόνη της η αμερικανική Qualcomm βρισκόταν πίσω από το 21% των ίδιων πατεντών. Ο στόχος των κινέζικων εταιριών είναι σαφής και απλός: Να θέσουν «κινεζική σφραγίδα στους παγκόσμιους κανόνες» , βοηθώντας τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών της χώρας τους να κερδίσουν, δυνητικά, δισεκατομμύρια δολάρια «αδειοδοτώντας» τις καταχωρημένες πατέντες τους παγκοσμίως.
ΗΠΑ – ΚΙΝΑ – ΕΕ
Στην πραγματικότητα, ο έλεγχος της πληροφορίας είναι αυτό που όλοι θαυμάζουν αλλά και φοβούνται. Για ορισμένες από τις ισχυρότερες κυβερνήσεις του πλανήτη το 5G θεωρείται το επόμενο «εργαλείο» κυριαρχίας. Η εκμετάλλευση των δικτύων 5G παρομοιάζεται με τον έλεγχο των πετρελαϊκών αγωγών που έκριναν σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Δύσης.
Η νέα τεχνολογία αποτελεί σημείο καμπής στις ισορροπίες των οικονομικών υπερδυνάμεων, καθώς, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία, κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei πρωτίστως, αλλά και η ΖΤΕ δευτερευόντως, διαθέτουν όχι μόνο την τεχνολογική υπεροχή σε ένα τόσο κρίσιμο τομέα της οικονομίας αλλά ελέγχουν και το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς στην οποία θα διατεθεί η νέα τεχνολογία. Μέχρι το 2023 εκτιμάται ότι το 50% των 1,3 δισεκατομμυρίων συνδρομητών των δικτύων 5G θα ζουν στην Κίνα ενώ ΗΠΑ και Ευρώπη θα έχουν αθροιστικά 337 εκατομμύρια συνδρομητές. Σύμφωνα με έκθεση της Deloitte, από το 2015 το Πεκίνο έχει ξοδέψει 24 δισ. δολάρια περισσότερα από την Ουάσιγκτον για την ανάπτυξη υποδομών ασύρματης επικοινωνίας, ενώ προγραμματίζει να επενδύσει 411 δισ. δολάρια έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας μόνο για υποδομές που αφορούν το 5G. Για να κατανοήσουμε τα μεγέθη αυτά, αξίζει να θυμηθούμε ότι στην περίπτωση της κούρσας του 4G, η οποία βρήκε νικήτριες τις ΗΠΑ, τα οικονομικά οφέλη στο ΑΕΠ της έφτασαν περίπου τα 100 δισ. δολάρια.
Είναι προφανές ότι οι εταιρείες που θα ελέγχουν το 5G θα κρατούν τα «κλειδιά» των επικοινωνιών. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο οι ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Πρόεδρο Τράμπ, έχουν ξεκινήσει μια εκστρατεία για τον αποκλεισμό της κινεζικής Huawei από το 5G σε όλες τις δυτικές χώρες.
Οι αμερικανικές Αρχές θεωρούν ότι η άμεση εμπλοκή μιας κινεζικής εταιρείας στη διαχείριση ενός δικτύου που θα “μεταφέρει”, στην ουσία, τις ζωές όλων μας συνιστά το υπέρτατο όπλο κατασκοπείας ή/και μοχλού πίεσης για ενδεχόμενο έλεγχο ζωτικής σημασίας υποδομών, όπως η ενέργεια, τα αμυντικά συστήματα ή τα προσωπικά δεδομένα. Έγκειται δε στο γεγονός ότι, η χρήση εργαλείων της Huawei (tool-kits, κεραίες, λειτουργικός πυρήνας) σε δίκτυα 5G, θα μπορούσε να «επιτρέψει» στην κινεζική κυβέρνηση να υποκλέψει δεδομένα ή να σαμποτάρει ανταγωνιστικές οικονομίες. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι ο εθνικός νόμος περί πληροφοριών της Κίνας για το 2017, ο οποίος λέει ότι οι οργανισμοί και εταιρίες πρέπει να «υποστηρίξουν και να συνεργαστούν σε εθνικό έργο πληροφοριών», σημαίνει ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να αναγκάσει την Huawei να κάνει την «βρώμικη δουλειά». Λόγου χάρη θα μπορούσε η Huawei (μέσω των λειτουργικών πυρήνων της τεχνολογίας της) να «κατασκοπεύει» ή να διακόπτει τις επικοινωνίες σε οποιαδήποτε μελλοντική διαμάχη, ή ακόμη θα μπορούσε να επιτρέψει το κλείσιμο των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ενός αντιπάλου. Ένας μεγαλύτερος φόβος των ΗΠΑ είναι ότι σε μια σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Δύσης, η εταιρεία Huawei θα μπορούσε να «κατεβάσει» την λειτουργία ενός εχθρικού δικτύου και, ίσως ακόμη και να μετατρέψει συσκευές ΙoΤ, όπως αυτοκινούμενα οχήματα, σε όπλα.
Από την πλευρά της η Huawei απαντώντας, δηλώνει, ότι δεν της ζητήθηκε ποτέ να κατασκοπεύει και «θα αρνηθεί κατηγορηματικά να συμμορφωθεί». Συγκεκριμένα δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι «ποτέ δεν θα συμβιβαστούμε ούτε θα βλάψουμε καμία χώρα, οργανισμό ή άτομο, ειδικά όταν πρόκειται για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και την προστασία του απορρήτου των χρηστών».
Η απουσία μιας μεγάλης αμερικανικής εναλλακτικής λύσης έναντι των ξένων προμηθευτών εξοπλισμού δικτύωσης 5G υπογραμμίζει την αυξανόμενη κυριαρχία της Huawei. Γύρω από τη Huawei ξετυλίγεται ένα μεγάλο κουβάρι τεχνολογικών εταιρειών που αφορούν κυρίως το κομμάτι των ημιαγωγών (semiconductors) και επεξεργαστών κινητών τηλεφώνων στα οποία η Κίνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ. Ωστόσο ο «κόκκινος δράκος» δείχνει αποφασισμένος να αποδεσμευτεί πλήρως από τις δυτικές εταιρείες κατασκευής τσιπ μέχρι το 2025 (πρόγραμμα Made in China 2025), με το καμπανάκι να ηχεί επικίνδυνα στα αυτιά της Intel της Nvidia και της Qualcomm, που κυριαρχούν στην αγορά επεξεργαστών και chip. Πλάνο ανάλογο ακολουθεί και η Xiaomi που ανοίγει τη βεντάλια των επενδύσεων ώστε να αυτονομηθεί στην κατασκευή των τσιπ, συρρικνώνοντας το υψηλό ποσοστό (14,3%) εξάρτησης προς την Qualcomm.
Τηλεπικοινωνιακές εταιρείες των ΗΠΑ, όπως η Sprint και η Verizon έχουν κινηθεί γρήγορα για να ξεκινήσουν υπηρεσίες 5G για τους καταναλωτές. Ωστόσο, τα εργαλεία ασύρματης δικτύωσης προέρχονται από ξένους προμηθευτές: την Huawei και την ZTE της Κίνας, την Σουηδική Ericsson και την Φινλανδική Nokia (σύμφωνα με ειδικούς οι δύο τελευταίες υστερούν τεχνολογικά ως προς τις δύο πρώτες).
Η αμερικανική Cisco, που κυριαρχεί παγκοσμίως σε πώληση ενεργού εξοπλισμού ενσύρματων δικτύων (switches και routers) δεν παρέχει προϊόντα σε τομείς της «ραδιοπρόσβασης» ή της ασύρματης υποδομής. Οι αμερικανικές εταιρίες ασύρματης τεχνολογίας Motorola και Lucent, καταστράφηκαν οικονομικά από τη Nokia της Φινλανδίας και το Alcatel της Γαλλίας, αντίστοιχα. «Δεν υπάρχει σήμερα ένας πάροχος εξοπλισμού ασύρματης πρόσβασης με έδρα τις ΗΠΑ που να κατασκευάζει αυτές τις λύσεις», δήλωσε η Sandra Rivera, αντιπρόεδρος της Intel, ειδική σε θέματα στρατηγικής δικτύων 5G.
Η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για εξοπλισμό 5G βρίσκει τις ΗΠΑ, ηγέτη της τεχνολογίας από άλλες απόψεις, να απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία ασύρματων δικτύων. Αντικατοπτρίζει την παρακμή ενός κάποτε δονούμενου οικοσυστήματος αμερικανικών εταιρειών που στο παρελθόν προχώρησε χέρι-χέρι με τις Nokia και Ericsson και κυριάρχησε στα δίκτυα 4G. Και δίνει έμφαση σε κινεζικές εταιρείες (Huawei), των οποίων η άνοδος σε κύρος έρχεται σε βάρος των δυτικών τιτάνων δικτύωσης, πυροδοτώντας μια παγκόσμια εκστρατεία από αξιωματούχους των ΗΠΑ που είναι πρόθυμοι να πείσουν τους συμμάχους να μην επιτρέψουν τον κινεζικό εξοπλισμό στα δίκτυά τους.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι σχεδιάζουν για ένα μέλλον, αδιαφορώντας για το ότι η Huawei έχει ήδη ένα σημαντικό μερίδιο συμμετοχής (tool-kits και συσκευές) στην λειτουργία δικτύων 5G. Παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία, δεν θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μετάβαση στο δίκτυο 5G χωρίς τις υποδομές της Huawei.Η χώρα χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό της Huawei από το 2005. Ακόμα κι αν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε επιλέξει να εγκαταλείψει την Huawei, δεν θα μπορούσε απλώς να καταστρέψει την υπάρχουσα υποδομή 4G. Θα κόστιζε μια περιουσία και θα κινδύνευε να καθυστερήσει την υλοποίηση του δικτύου 5G για χρόνια. Παρά τις αντιρρήσεις του Λευκού Οίκου, έθεσε όριο 35% του δικτύου να καλυφθεί από την Huawei, και πρόσθεσε επιπλέον τον όρο ότι οι εταιρείες αυτές θα προσφέρουν τεχνολογία στην περιφέρεια του δικτύου (κεραίες κ.λπ.) και όχι στον πυρήνα των λειτουργιών. Η απόφαση «φωτογραφίζει» τη Huawei. Μια ακόμη «πισώπλατη μαχαιριά» για τις ΗΠΑ ήρθε στις αρχές του χρόνου όταν αξιωματούχοι βρετανικών μυστικών υπηρεσιών υποστήριξαν ότι ο κίνδυνος από τη χρήση τεχνολογίας της Huawei είναι ελεγχόμενος και δεν συγκρίνεται με τις κραυγές που ακούγονται από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. «Η κλιμακούμενη υστερία για την κινεζική τεχνολογία αποκρύπτει το γεγονός ότι το NCSC (Κέντρο Εθνικής Κυβερνο-Ασφάλειας της Βρετανίας) δεν εντόπισε ποτέ κακόβουλες κυβερνο-επιθέσεις της Huawei για λογαριασμό της Κίνας» δήλωσε ο Ρόμπερτ Χάνιγκαν, ο άνθρωπος που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια των δικτύων των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι χώρες που ακολούθησαν τις ΗΠΑ είναι η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και Ιαπωνία (απαγόρευσαν στην Huawei και τη ZTE να παρέχουν τεχνολογία 5G, επικαλούμενες θέματα εθνικής ασφαλείας).
Η Ευρώπη από την πλευρά της βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην αμήχανη θέση να μην διαθέτει ούτε την τεχνολογική καινοτομία της Κίνας αλλά ούτε και την δυνατότητα προβολής ισχύος των ΗΠΑ. Μετατράπηκε λοιπόν στο μήλον της έριδος μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, με το πρώτο να ασκεί τη λεγόμενη «μαλακή ισχύ» του, προωθώντας οικονομικές συμφωνίες για την εγκατάσταση κινεζικών συστημάτων 5G και τη δεύτερη να απαντά με διπλωματικούς και γεωπολιτικούς τραμπουκισμούς που παραπέμπουν στην πολιτική των κανονιοφόρων. Καμία χώρα της Ευρώπης δεν δείχνει σε πρώτη φάση να βιάζεται να υιοθετήσει κάποια συγκεκριμένη γραμμή. Η πρώτη «αποστασία» από το δυτικό στρατόπεδο ήρθε από την Ιταλία, η οποία έχει συνάψει σειρά οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών με την Κίνα. Ακόμη και η Γερμανία όμως αρνήθηκε να υιοθετήσει το σύνολο της αμερικανικής επιχειρηματολογίας και να μπλοκάρει πλήρως τις δραστηριότητες της Huawei στη Γερμανία — και κατ” επέκταση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια αιτία που η Ευρώπη δεν αποκλείει τη Huawei είναι ο φόβος των κινεζικών αντιποίνων στις ευρωπαϊκές εξαγωγές εκεί. Άλλος, είναι ότι το 5G θα χτιστεί επάνω στο 4G. Και το 4G έχει εγκατασταθεί στις περισσότερες χώρες από τη Huawei. Εάν η Huawei αποκλειστεί, τότε θα πρέπει να αντικατασταθεί ολόκληρη η υποδομή Huawei, με επιβάρυνση των καταναλωτών. Όμως η σοβαρότερη αιτία της ευρωπαϊκής ανυπακοής στις ΗΠΑ είναι ότι οι αποφάσεις συνδέονται με τις εμπορικές σχέσεις. Η Βρετανία του Brexit έχει ανάγκη μια καλή εμπορική συμφωνία με την Κίνα. Επιπλέον, το Πεκίνο, έχει διαμηνύσει στο Βερολίνο ότι αν αποκλείσει τη Huawei από το 5G, θα επανεξετάσει τους όρους συμμετοχής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην κινεζική αγορά. Ωστόσο, για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ τα θέματα που προκύπτουν είναι σημαντικά και κρύβουν πίσω τους διάφορα διπλωματικά μονοπάτια. Δεν γίνεται από τη μία μεριά να αναπτύσσεις δίκτυα πέμπτης γενιάς υπό την καθοδήγηση της Κίνας και από την άλλη να διατηρείς ισχυρές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Κάτι από τα δύο θα χαθεί και σε αυτό ακόμα η Ευρώπη αδυνατεί να δώσει απάντηση.
Η Κίνα αντιλαμβάνεται αυτές τις αποτρεπτικές κινήσεις των ΗΠΑ και των άλλων χωρών (που παρουσιάζουν προσκόμματα στην αγορά τεχνολογίας απο την Huawei) ως επίθεση στο εθνικό στρατηγικό της συμφέρον, καθώς ο αποκλεισμός των κινεζικών προμηθευτών δικτύων από βασικές προωθητικές και μεγάλες αγορές, θα επηρεάσει το εμπορικό της συμφέρον. Σε ένα πλαίσιο εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας, αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε αντίποινα από την Κίνα εναντίον χωρών που απαγορεύουν την τεχνολογία της βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, όπως εξέφρασε ο πρέσβης της Κίνας στον Καναδά, Lu Shaye. Για παράδειγμα, η Κίνα θα μπορούσε να ακυρώσει την τρέχουσα επιστημονική συνεργασία ΕΕ-Κίνας ή να σταματήσει μελλοντικές πρωτοβουλίες σε αυτόν τον τομέα. Θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει νέους εμπορικούς φραγμούς, όπως οι πρόσφατοι περιορισμοί στην Αυστραλία.
Αυτή η προσέγγιση μηδενικού αθροίσματος εκ μέρους των ΗΠΑ, σύμφωνα με αναλυτές θα είχε περιορισμένη επιτυχία, ακόμη και με τους δικούς της όρους. Οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας βρήκαν γρήγορα νομικά κενά που τους επιτρέπουν να συνεχίσουν να πωλούν στην Huawei (π.χ. η εταιρεία Qualcomm δημοσιοποίησε αύξηση 19% στα ετήσια έσοδα της από πωλήσεις σε κινέζους προμηθευτές). Και μια άλλη ένδειξη της σημασίας του 5G για τις αμερικάνικες εταιρείες είναι το γεγονός ότι η T–Mobile και η Sprint επικαλέστηκαν την ανάγκη επιτάχυνσης της ανάπτυξης του 5G ως έναν από τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν να συγχωνευθούν. Οι ΗΠΑ είτε θα συνεχίσουν να ακολουθούν έναν τεχνολογικό ψυχρό πόλεμο με αβέβαιο αποτέλεσμα, είτε θα «βοηθήσουν» στη δημιουργία μιας βιομηχανίας που οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν το τεχνολογικό υπόβαθρο και έχουν ευδοκιμήσει στο πρόσφατο παρελθόν, επιτρέποντας στις κινεζικές εταιρείες να συμμετάσχουν μόνο εάν ακολουθούν τους κανόνες. Σε αυτή τη μάχη λοιπόν οι ΗΠΑ «υπόσχονται» ακριβότερες υπηρεσίες, χαμηλότερη ποιότητα και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για την λεγόμενη κινεζική απειλή. Η στάση των ΗΠΑ καθώς και αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών, όπως η Google, να θέσουν στο περιθώριο τις υπηρεσίες της Huawei, το μοναδικό που θα κάνουν είναι να κρατήσουν πίσω την ανάπτυξη της τεχνολογίας του 5G και, ενδεχομένως, να περιχαρακώσουν τις ΗΠΑ. H Ελβετική Επενδυτική Τράπεζα UBS επιβεβαίωσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτά που όλοι συζητούν χαμηλοφώνως, δηλαδή το μόνο που θα συμβεί μετά τις αμερικανικές απαγορεύσεις είναι να δούμε αργότερα από όσο αναμέναμε τα 5G δίκτυα στις ζωές μας, ενώ παράλληλα τα κέρδη του τεχνολογικού τομέα παγκοσμίως αναμένεται να γνωρίσουν νέα πτώση.
Αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: η Αμερική δεν θέλει να είναι η Κίνα κυρίαρχος παίκτης στο 5G. Η μάχη για το 5G μεταφέρεται από το εμπόριο στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Για αυτό ακριβώς το λόγο η επικράτηση στην αγορά δεν μπορεί να έρθει από την ασθμαίνουσα βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας της Αμερικής αλλά από την στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ αυτής της «κουρασμένης» υπερδύναμης. Μερικές φορές η δημιουργία μιας ισχυρής, ασφαλούς τεχνολογίας δεν αφορά τη συγκέντρωση ισχύος όσο και τη διάχυσή της.
ΠΗΓΕΣ
Περιοδικά: Time, The Week, The Economist
www.fortunegreece.com