raptis-big

Γιατί το timing της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στην Τουρκία είναι ακατάλληλο

Posted on Posted in Αναλύσεις, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική

Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Κύριος Ερευνητής ΚΕΔΙΣΑ

 

Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2017 προβλημάτισε πολλούς σχετικά με τη σκοπιμότητά της και την καταλληλότητα της στιγμής που πραγματοποιήθηκε. Ανέδειξε την ανυπαρξία στρατηγικής από πλευράς της χώρας μας και την έλλειψη σωστού σχεδιασμού για μία τέτοια επίσκεψη ανωτάτου επιπέδου. Επιπλέον, δώσαμε επίσημο βήμα «εντός έδρας» στον Τούρκο Πρόεδρο να θέσει την ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων και να προσθέσει νέα θέματα στο τραπέζι, όπως αυτό της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης. Στις 5 Φεβρουαρίου 2019 ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, κος Τσίπρας, θα μεταβεί στην Τουρκία για να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο. Η θέση του άρθρου είναι ότι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μία τέτοια επίσκεψη δεν θα σταθεί ικανή ώστε να συμβάλλει στη διαμόρφωση θετικού κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Στις διεθνείς σχέσεις θεωρείται δεδομένο ότι τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες και ως τέτοιοι επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το εθνικό τους συμφέρον. Διερωτώμαι, λοιπόν, ποιο θα είναι το κέρδος μας από μία τέτοια επίσκεψη; Υπάρχει ατζέντα και συγκεκριμένη στρατηγική; Τι οφέλη προσδοκούμε να κερδίσουμε;

Η επίσκεψη στην Τουρκία πραγματοποιείται μετά από μία εθνική διπλωματική ήττα. Αυτή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ασχέτως με τα θετικά σχόλια που ακούγονται από τον δυτικό κόσμο για μία ιστορική λύση, θεωρώ ότι γνωρίζουν όλοι ότι η Ελλάδα πυροβόλησε τα πόδια της. Εκείνοι πίεζαν για λύση με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και εμείς αποδεχτήκαμε, απ’ ότι φαίνεται, μία κακή συμφωνία για ορισμένα οικονομικά ανταλλάγματα.  Οι ορθολογικοί διεθνείς δρώντες παρατηρούν τον τρόπο και την ικανότητα διαπραγμάτευσης και μπορούν να κρίνουν και να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες της εκάστοτε χώρας και τους τομείς στους οποίους παρουσιάζεται αδυναμία. Το τελικό συμπέρασμά τους στην περίπτωσή μας είναι η χαλαρότητα σε σοβαρά εθνικά θέματα και η απεμπόληση μιας εθνικής γραμμής δεκαετιών. Αναλογιστείτε πως κρινόμαστε από μία ισχυρότερη χώρα οικονομικά και στρατιωτικά, όταν καταφέρνει μία άλλη με μικρότερο ΑΕΠ και στρατιωτικές δυνάμεις να κερδίσει τόσα πολλά από μία διαπραγμάτευση και πολύ περισσότερο να καταπατήσει τη Συμφωνία από τις πρώτες κιόλας μέρες της υπογραφής της χωρίς συνέπειες. Αναλογιστείτε επίσης, πως κρινόμαστε από μία χώρα με σαφείς εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον μας όταν βλέπουν τη ζέση με την οποία Έλληνες πολιτικοί υποστηρίζουν μία επιζήμια Συμφωνία παραβλέποντας το εθνικό όφελος.

Η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού πραγματοποιείται σε μία περίοδο που η τουρκική προκλητικότητα είναι αυξημένη ποσοτικά και ποιοτικά. Η επιθετική ρητορική από υψηλούς αξιωματούχους της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής σκηνής αποτελεί καθημερινό φαινόμενο και οι επιθετικές ενέργειες με τις συνεχείς παραβάσεις-παραβιάσεις και παράνομες ναυτικές οδηγίες λειτουργούν προς επίρρωση των παραπάνω. Ο Τούρκος ΥΠΕΘΑ παρουσιάζει χάρτες με τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ο Τούρκος ΥΠΕΞ με τα λεγόμενά του υπονοεί επιθετικές ενέργειες εις βάρος της Ελλάδας, ο τουρκικός αναθεωρητισμός ξεδιπλώνεται καθημερινά και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προστίθενται μονομερώς όλο και περισσότερες διεκδικήσεις ενώ επινοούνται όροι όπως, «τα σύνορα της καρδιάς μας» και -ο αγαπημένος του κ. Ακάρ- «η γαλάζια πατρίδα». Παρά την εσωτερική της αστάθεια και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία, έχει πλέον μία σταθερή ηγεσία στο τιμόνι της χώρας, στρατιωτικές δυνάμεις που εκπαιδεύονται καθημερινά στο μέτωπο της Συρίας, ανερχόμενη πολεμική βιομηχανία και τεχνολογική ανάπτυξη καθώς και ένα συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα θεωρώ πως εύλογα προβληματίζεται μεγάλη μερίδα εγχώριων αναλυτών για τη σκοπιμότητα της επίσκεψης Τσίπρα.

Ξεκάθαρη ατζέντα, απ’ όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν υπάρχει, ενώ δεν έχει προηγηθεί τη στιγμή που γράφεται το άρθρο ούτε κάποια συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων, γεγονός το οποίο θα ενίσχυε και θα προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα σε μία τόσο σοβαρή επίσκεψη που σαφώς αφορά τα εθνικά μας θέματα. Αντί των παραπάνω ο Πρωθυπουργός μεταβαίνει στην Τουρκία έχοντας τροποποιήσει την αρχική απόφαση, σύμφωνα με την ανακοίνωση από τον πρώην ΥΠΕΞ, κ. Κοτζιά, για επέκταση των εθνικών χωρικών υδάτων έπειτα από τις έντονες αντιδράσεις της Τουρκίας, επιβεβαιώνοντας τα φοβικά μας σύνδρομα και την πολιτική κατευνασμού που χρόνια ακολουθούμε. Επιπλέον, η Τουρκία έχει εκφράσει έντονα τη δυσαρέσκειά της αντιδρώντας  μετά το ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής των χωρών της Νότιας Ευρώπης Med7 (29/01/2019) για στήριξη στους σχεδιασμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας μια και το ενδιαφέρον της είναι στραμμένο στην Ανατολική Μεσόγειο, επιδιώκοντας να συμπεριληφθεί στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της περιοχής.

Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τη θέση του άρθρου ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος χωρίς να έχει υπάρξει καμία κίνηση καλής θελήσεως από πλευράς Τουρκίας, κρίνεται ακατάλληλη για μία επίσκεψη υψηλού επιπέδου. Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού δεν πρόκειται να αποφέρει κάποιο απτό αποτέλεσμα παρά μόνο να επιβεβαιώσει τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τις δύο χώρες. Έντιμος διάλογος με επιθετική ρητορική και ενέργειες δεν μπορεί να υπάρξει. Φυσικά, οι δίαυλοι επικοινωνίας θα πρέπει να παραμένουν ανοιχτοί για να αποτραπεί το ολοκληρωτικό πάγωμα των σχέσεων και αυτή είναι η πεμπτουσία της διπλωματίας. Αυτός ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί με μία συνάντηση επιπέδου Υπουργών Εξωτερικών, όμως στην περίπτωση τη δική μας αυτό είναι αδύνατο καθώς σε μία δύσκολη διεθνή συγκυρία, ο Πρωθυπουργός επιλέγει να διαχειρίζεται ο ίδιος το βαρύ χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών. Τέλος, δεν μπορεί κανείς να μην προβληματίζεται όταν ακούει τον Πρωθυπουργό να δηλώνει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα βοηθήσει στην επίλυση του Κυπριακού, σε μία περίοδο ιδιαίτερα προβληματική για το εν λόγω ζήτημα, όταν μάλιστα φαίνεται ότι εξετάζεται από τις δύο χώρες μία διαφορετική προσέγγιση επίλυσης. Ο προβληματισμός αυτός μάλιστα εντείνεται όταν ακούμε από το βήμα της Βουλής βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος να λέει με πάθος και επαναλαμβανόμενα: «Ζηλεύω τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μακάρι να είχαμε μια ίδια και για τα Δωδεκάνησα». Σε κάθε περίπτωση ας ευχηθούμε καλή επιτυχία στον κύριο Πρωθυπουργό και ας του θυμίσουμε ότι τα ελληνοτουρκικά δεν είναι Σκοπιανό!