Γράφει ο Δρ. Σπύρος Πλακούδας, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Ο Συριακός Πόλεμος (2011 – έως σήμερα) έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ – εν μέρει, βέβαια, δικαιολογημένα ως η πιο πολύνεκρη σύγκρουση εν έτει 2016. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πεδία μάχης της «Εύφορης Ημισελήνου» διεξάγεται επίσης ένας σφοδρότατος πόλεμος – μακριά, όμως, από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο Αφγανικός Πόλεμος (2001 – έως σήμερα) έχει δικαιολογημένα κουράσει τους ανταποκριτές των διεθνών ΜΜΕ ως ένας πόλεμος δίχως τέλος• άλλωστε, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν (η Βακτρία την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου) μαίνεται χωρίς διακοπή από το 1979 – το έτος της «αλληλέγγυας επέμβασης» της Σοβιετικής Ένωσης υπέρ του (υπό πολιορκία) κομμουνιστικού καθεστώτος στην Καμπούλ.
Οι εξελίξεις, όμως, στο πεδίο της μάχης εν έτει 2016 δεν δικαιολογούν διόλου εφησυχασμό. Παρά τη σιγή ιχθύος από τα διεθνή ΜΜΕ, η βία στο Αφγανιστάν τα τελευταία χρόνια αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Μετά την αποχώρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ το 2014, οι Ταλιμπάν έχουν αναθαρρήσει και εξαπολύουν πλέον ευρείες επιθέσεις εναντίον των – ισχυρών μόνο στα χαρτιά – κυβερνητικών δυνάμεων του Αφγανιστάν. Ήδη οι Ταλιμπάν ελέγχουν το 20% του εδάφους και δραστηριοποιούνται πλέον σε όλη την επικράτεια της χώρας – ακόμα και στον βορρά που μέχρι πρότινος αποτελούσε το «άβατον» της Βόρειας Συμμαχίας (του αντιπάλου των Ταλιμπάν πριν την εισβολή των ΗΠΑ το 2001). Ενδεικτικά, εντός μόλις 12 μηνών (Ιανουάριος 2015 – Ιανουάριος 2016) είχαν χάσει τη ζωή τους 7.500 άνδρες των κυβερνητικών δυνάμεων• συγκριτικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν χάσει συνολικά 22.000 άνδρες μεταξύ 2001 και 2014. Το 2016 έχει προς ώρας αποδειχθεί «annus horibilis» – ήτοι ένα «έτος καταστροφών» για το Αφγανιστάν – αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν υποστεί ήδη απώλειες άνω των 6.000 ανδρών μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου 2016. Εν ολίγοις, εντός μόλις δύο ετών οι Ταλιμπάν έχουν προκαλέσει περίπου τόσες απώλειες όσες τα προηγούμενα χρόνια αθροιστικά (2011 – 2014).
Πέραν της φονικότητας των συγκρούσεων, η εμπλοκή νέων μη-κρατικών δρώντων προοιωνίζεται μόνο κακά για το Αφγανιστάν. Το Ισλαμικό Κράτος έχει ιδρύσει ανά τον Ισλαμικό Κόσμο «θυγατρικές» όπως ακριβώς και ο προκάτοχός του – η Αλ Κάιντα. Εκτός από την Λιβύη, την Υεμένη και το Κόσοβο, το Ισλαμικό Κράτος έχει πλέον επεκταθεί στο Αφγανιστάν και, για την ακρίβεια, έχει εδραιωθεί στις περιοχές νότια της Καμπούλ κατά μήκος των συνόρων με το Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν δεν ανέχτηκαν τον «εισβολέα» και επιτέθηκαν με δριμύτητα εναντίον του. Ύστερα από αρκετές ήττες, στα μέσα του 2016 το Ισλαμικό Κράτος απεδέχθη την πρωτοκαθεδρία των Ταλιμπάν στον «ιερό πόλεμο» κατά των «απίστων» της Δύσης και των εντόπιων «αποστατών» (ήτοι των κυβερνητικών δυνάμεων) και συμφώνησε, μάλιστα, να συντονίσει την στρατιωτική του δράση με τους Ταλιμπάν στις νότιες επαρχίες.
Θα περίμενε κανείς πως η κλιμάκωση της βίας στις ανατολικές εσχατιές των ορίων (ένοπλης) ευθύνης των ΗΠΑ θα προκαλούσε μια έντονη αντίδραση εκ μέρους της (μόνης) πλανητικής υπερδύναμης. Ουδέν αναληθέστερον τούτου! Οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από το τέλμα του Αφγανιστάν και έχουν αφήσει ελάχιστες δυνάμεις (10.000 άνδρες) προς υποστήριξη των φίλιων τοπικών δυνάμεων. Γιατί όμως; Βαυκαλίζονται οι ιθύνοντες στα υπουργεία πως ο πόλεμος βαίνει προς την λήξη του υπέρ των φίλιων δυνάμεων; Μάλλον όχι! Τότε; Μήπως διαπραγματεύονται κρυφά οι ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν μια «έντιμη ειρήνη» (ερήμην των τοπικών συμμάχων τους) στο πρότυπο των Συμφωνιών του Παρισιού το 1973 μεταξύ ΗΠΑ και Βορείου Βιετνάμ; Θα το ήθελαν διακαώς οι ΗΠΑ αλλά αρνούνται οι Ταλιμπάν. Γιατί; Αφού νικούν στο πεδίο της μάχης και γνωρίζουν πως σύντομα (μετά την αποχώρηση δηλαδή του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη) θα κυριεύσουν την Καμπούλ.
Τότε γιατί οι ΗΠΑ αφήνουν, κατά τα φαινόμενα, το Αφγανιστάν στο έλεος των Ταλιμπάν; Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα της επικράτησης των Ταλιμπάν – οι οποίοι φιλοξένησαν επί μακρόν την νέμεση της Ουάσιγκτον, Οσάμα Μπιν Λάντεν. Δεν θα τελματώσουν, όμως, στον βούρκο της Βακτρίας μόνο και μόνο χάριν της εθνικής υπερηφάνειας. Δεν διακυβεύονται πλέον ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή. Ύστερα από χρόνια πειραματισμών, η Κεντρική Ασία περιέρχεται εκ νέου στην σφαίρα επιρροής της Μόσχας και, δευτερευόντως, του Πεκίνου. Συν τις άλλοις, η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ δεν απειλείται από τους Ταλιμπάν ή την Αλ Κάιντα αλλά από το Ισλαμικό Κράτος. Και το τελευταίο ήδη η Ουάσιγκτον το πολεμά στη Συρία και το Ιράκ με αμείωτη ένταση.
Πως, λοιπόν, υπολογίζει να αναχωρήσει η Ουάσιγκτον από το Αφγανιστάν; Μέσω της δοκιμασμένης (και ενίοτε επιτυχημένης) πολιτικής του «ηγούμαι από πίσω» (lead from behind) που έχει υιοθετήσει ο Ομπάμα ήδη από τα πρώτα χρόνια της προεδρικής θητείας του. Οι ΗΠΑ, δηλαδή, αναθέτουν στους κατά τόπους συμμάχους τους «εργολαβίες» (π.χ. ανατροπή του Καντάφι), παρέχοντάς τους στρατιωτική και μη υποστήριξη. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε, ως ένα βαθμό, στην Λιβύη και την Συρία και εφαρμόζεται ακόμα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Εν συντομία, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αναθέσουν στο Πακιστάν και τη Ρωσία, τις δύο χώρες δηλαδή που ενδιαφέρονται άμεσα για την έκβαση της χρόνιας σύγκρουσης, την αρμοδιότητα επίλυσης του Αφγανικού Πολέμου.
Ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου θα πρέπει να διαχειριστεί αυτή την «καυτή πατάτα»: πως να κλείσει, δηλαδή, το (χαμένο) μέτωπο του Αφγανιστάν χωρίς η Ουάσιγκτον να υποστεί ταπείνωση στα μάτια της Αμερικανικής και διεθνούς κοινής γνώμης. Όπως, βέβαια, η Συρία, έτσι και το Αφγανιστάν αναδεικνύεται πλέον από «μήλον της έριδος» μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον σε πεδίο συνεργασίας – υπό προϋποθέσεις πάντοτε.
Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.gr