Γράφει ο Δρ. Αντώνης Σκοτινιώτης, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Η επικράτηση των Μπολσεβίκων στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, η επιβολή ελέγχου στο σύνολο των εδαφών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η προέλαση στην Πολωνία και το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης, δημιούργησαν ευφορία στη σοβιετική κυβέρνηση, η οποία θεωρούσε ότι δημιουργούνταν οι συνθήκες που θα οδηγούσαν σύντομα σε εξαγωγή της επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Γρήγορα, ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν. Η πεποίθηση ότι οι Πολωνοί εργάτες θα ξεσηκώνονταν και θα αντιμετώπιζαν τον Κόκκινο Στρατό ως απελευθερωτή, διαψεύστηκε. Οι πολωνικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν, ενώ η κυβέρνηση (υπό την ηγεσία του Γιόσεφ Πιλσούντσκι) συσπείρωσε τον λαό εναντίον της Ρωσίας και των μεθοδεύσεών της. Η ρωσική επίθεση αποκρούστηκε, και τον Οκτώβριο του 1920 υπογράφηκε ανακωχή. Παράλληλα, η Γερμανική Επανάσταση κατεστάλη, ενώ απόπειρα κομμουνιστικής εξέγερσης τον Μάρτιο του 1921 απέτυχε.
Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι οι προσδοκίες για γενικό ξεσηκωμό στην Ευρώπη δεν επρόκειτο να δικαιωθούν. Την ίδια στιγμή, το σοβιετικό κράτος παρέμενε διεθνώς απομονωμένο, διατηρώντας προβληματικές σχέσεις με το σύνολο των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Σε σχέση ιδιαίτερα με τη Γερμανία, το πρόβλημα δεν σχετιζόταν μόνο με την καταστολή της Γερμανικής Επανάστασης, αλλά και με τη δολοφονία του Γερμανού Πρέσβη στη Μόσχα το 1918 από μέλη των αντιπολιτευόμενων προς τη σοβιετική κυβέρνηση Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών (αντιτίθονταν στη Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ). Επρόκειτο για σοβαρό επεισόδιο, που οδήγησε σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις ήρθαν να προστεθούν στην πιεστική ανάγκη για άμεση εσωτερική ανασυγκρότηση και ανόρθωση της οικονομίας μετά από μια ταραχώδη εξαετία, η οποία σημαδεύτηκε από συνεχείς πολέμους, από την απρόσμενη εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας (που είχε οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός εντελώς διαφορετικού οικονομικού μοντέλου) και από την κατάρρευση της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής τόσο λόγω των πολεμικών συρράξεων όσο και των επιπτώσεων από την εφαρμογή της πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου[1].
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων κατενόησε ότι αφενός δεν μπορούσε πλέον να αντέξει τη διατήρηση ανοιχτών εξωτερικών μετώπων, και αφετέρου ότι το όνειρο της παγκόσμιας επανάστασης δεν είχε πλέον προοπτική να πραγματοποιηθεί. Αντιλήφθηκε, έτσι, την ανάγκη ρεαλιστικής στροφής στην εξωτερική πολιτική, που θα οδηγούσε σε κλείσιμο μετώπων και στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την εσωτερική ανασυγκρότηση.
Σε αυτό το περιβάλλον, κύρια επιδίωξη του σοβιετικού κράτους ήταν να αναζητήσει τρόπους, προκειμένου να βγει από τη διεθνή απομόνωση και να αισθανθεί λιγότερο περικυκλωμένο.
Ενδεικτική αυτού του προσανατολισμού υπήρξε η υπογραφή εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και Σοβιετικής Ρωσίας τον Μάρτιο του 1921, καθώς και το άνοιγμα γραφείων σοβιετικής εμπορικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο. Οι συγκεκριμένες ενέργειες σηματοδότησαν το πέρασμα σε μια νέα εποχή για την εξωτερική πολιτική των Μπολσεβίκων, η οποία χαρακτηριζόταν πλέον από ρεαλισμό και κατανόηση της ανάγκης για διατήρηση όσο το δυνατόν καλύτερων σχέσεων (τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα) με τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Χαρακτηριστική μάλιστα της στροφής υπήρξε η πρόβλεψη ότι τα δύο μέρη (Βρετανία – Ρωσία) θα απέφευγαν κάθε είδους προπαγάνδα, η μία εναντίον της άλλης.
Η συμφωνία αποτέλεσε, εξάλλου, σαφή ένδειξη ότι η Βρετανία αναγνώριζε πλέον το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν καταφέρει να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους, παρά τις μεγάλες εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις που είχαν αντιμετωπίσει το προηγούμενο διάστημα. Επιχείρησε, έτσι, να αναζητήσει πεδίο συνεργασίας μαζί τους (στον οικονομικό κυρίως τομέα). Η σύγκληση (με βρετανική κυρίως πρωτοβουλία) της Συνδιάσκεψης της Γένοβας (Απρίλιος 1922), στην οποία συμμετείχαν Γερμανία και Σοβιετική Ρωσία, υπήρξε έτσι ενδεικτική της επιθυμίας για αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ Βρετανίας και των άλλων δύο -απομονωμένων έως τότε- κρατών. Ήταν δε η πρώτη φορά που η Σοβιετική Ρωσία συμμετείχε σε διεθνή συνδιάσκεψη ως ισότιμο μέρος.[2]
Παρά τις όποιες προσπάθειες, η συνδιάσκεψη επιβεβαίωσε τις μεγάλες διαφορές μεταξύ Βρετανίας και Σοβιετικής Ρωσίας σε ζητήματα πέραν της οικονομίας. Η διαφαινόμενη αποτυχία να βρεθεί ευρύτερο πεδίο συνεννόησης με το Λονδίνο, ενίσχυσε στη σοβιετική πλευρά την αίσθηση απομόνωσής της, με συνέπεια την ανάληψη πρωτοβουλίας για προσέγγιση της -επίσης απομονωμένης- Γερμανίας. Τις δύο χώρες έφερναν κοντά η κοινή αίσθηση διεθνούς απομόνωσης, οι προβληματικές τους σχέσεις με την Πολωνία, καθώς και η ανάγκη της μεν Γερμανίας να αναδιοργανώσει τον στρατό της, της δε Σοβιετικής Ρωσίας την οικονομία της. Η υπογραφή –στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης της Γένοβας- της Συνθήκης του Ραπάλο (16 Απριλίου 1922) επισημοποίησε την προσέγγιση των δύο πλευρών.
Η Συνθήκη προέβλεπε εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων και οικονομική συνεργασία. Το δε μυστικό παράρτημα που ακολούθησε (Ιούλιος 1922), έδινε τη δυνατότητα στον γερμανικό στρατό να εκπαιδεύει το δυναμικό του στο σοβιετικό έδαφος. Παράλληλα, τη δυνατότητα παραγωγής όπλων που ήταν απαγορευμένα με βάση τη Συνθήκη των Βερσαλλιών[3]. Από την πλευρά της, η Ρωσία αποκτούσε –μέσω της συνεργασίας της με τη Γερμανία- τη δυνατότητα να αναβαθμίσει και να εκσυγχρονίσει τον στρατιωτικό της εξοπλισμό, να εκπαιδεύσει τις ένοπλες δυνάμεις της και να προσδοκά σε προσέλκυση γερμανικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας που θα τη βοηθούσαν στην ανασυγκρότηση της οικονομίας. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ήταν ότι οι δύο χώρες έβγαιναν από τη διπλωματική απομόνωση, προκαλώντας ταυτόχρονα έντονη ανησυχία σε Βρετανία και Γαλλία, οι οποίες τα επόμενα χρόνια προσπάθησαν (και εν μέρει πέτυχαν) να αποδυναμώσουν τον γερμανο-σοβιετικό άξονα, προσεγγίζοντας το Βερολίνο (Συνθήκη του Λοκάρνο, Οκτώβριος 1925).
Με την ίδια οπτική θα πρέπει να γίνει αντιληπτή και η προσέγγιση της Σοβιετικής Ρωσίας με την –καθόλου φιλική προς την κομμουνιστική ιδεολογία- Κεμαλική Τουρκία, δεδομένων και των (έως εκείνη τη στιγμή) δυτικών επεμβάσεων σε αυτήν.
Σε παρόμοιο (ρεαλιστικότερο) πλαίσιο κινήθηκε, τέλος, και η Κομμουνιστική Διεθνής. Με δεδομένο ότι οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν αποκτήσει την επιρροή που προσδοκούσαν στην εργατική τάξη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς υιοθέτησε την πολιτική του «ενιαίου μετώπου», που προέβλεπε πολιτική σύμπραξη και συνεργασία των κομμουνιστών με άλλα αριστερές δυνάμεις.
Τα παραπάνω αποτέλεσαν, τελικά, τη βάση του δόγματος του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», το οποίο διατύπωσε ο Στάλιν το 1925. Επρόκειτο ουσιαστικά για την επίσημη εγκατάλειψη του δόγματος της «παγκόσμιας επανάστασης», με την προσχώρηση στη θέση ότι αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα.
Σημειώσεις
[1] Ουσιαστικά σήμαινε κατάργηση των νόμων της αγοράς στη σοβιετική οικονομία. Προέβλεπε επίταξη των σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων, με σκοπό την κεντρικά ελεγχόμενη διάθεσή τους στον υπόλοιπο πληθυσμό, κεντρικό έλεγχο της διανομής των τροφίμων και των περισσότερων εμπορευμάτων στα αστικά κέντρα και κατάργηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
[2] Carr E.H. (2016), Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Εκδόσεις Πατάκη, σσ. 90-91.
[3] Αντίστοιχα απαγορευόταν η πραγματοποίηση στρατιωτικών γυμνασίων σε γερμανικό έδαφος. Ουσιαστικά, μέσω της Συνθήκης του Ραπάλο, η Γερμανία παρέκαμπτε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.