Γράφει ο Ιωάννης Μπαλτζώης*, Αντιστράτηγος ε.α. & Μέλος Δ.Σ. ΕΛΙΣΜΕ
Η αναθεωρητική, επιθετική πολιτική της Τουρκίας είναι πλέον εμφανής και στους πιο ανίδεους και αφελείς περί των πολιτικών, διπλωματικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων, που με ραγδαίους ρυθμούς αναδιαμορφώνουν τον νέο γεωπολιτικό χάρτη στο σύμπλοκο Βαλκάνια-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή. Στο νέο πολυπολικό κόσμο που ήδη διαμορφώνεται, η Τουρκία αναζητεί τον νέο της ρόλο και θέση, ως η ισχυρότερη και μεγαλύτερη περιφερειακή δύναμη της περιοχής, που να δύναται να στηρίζει αυτόνομα τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις, περιφερειακό πόλο ισχύος και ακόμη πυρηνική δύναμη, όπως πρόσφατα αποκάλυψε ο πρόεδρος Ερντογάν.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας βασίζεται στην γεωπολιτική αντίληψη του 19ου αιώνα περί «ζωτικού χώρου» (Lebesraum), που υιοθέτησαν οι Ναζί. Δηλαδή μια Μεγάλη Δύναμη χρειάζεται «ζωτικό χώρο» για να αναπνεύσει. Και ποιοι εμποδίζουν την υλοποίηση του εν λόγω τουρκικού σχεδιασμού; Μα δύο λαοί, οι Έλληνες και οι Κούρδοι.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι γεωστρατηγικές επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής έχουν διαμορφωθεί από έναν συνδυασμό δογμάτων και ιδεολογημάτων που προσδέθηκαν στο τουρκικό Lebesraum. Έτσι, στην μεγαλοϊδεατική νεοοθωμανική αντίληψη της αναδυόμενης αυτοκρατορίας, προστέθηκε η θεωρία του εθνικού όρκου (Misaak i Mili) του Μουσταφά Κεμάλ (Εθνοσυνέλευση Ερζερούμ, 1920) ενώ σήμερα εμφανίστηκε η σύγχρονη εκδοχή του, η περίφημη Γαλάζια Πατρίδα (Mavi Vatan).
Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο πρόεδρος Ερντογάν αποφάσισε να βγάλει από συρτάρι, όλων των μύχιων και χρόνιων εθνικών επιδιώξεων της Τουρκίας και να αποκαλύψει σε όλο τον κόσμο τι είναι η Τουρκία σήμερα: Μια αναθεωρητική-επικίνδυνη και επιθετική δύναμη, που αδιαφορεί και ποδοπατά το Διεθνές Δίκαιο και που δεν διστάζει να κάνει επίδειξη και χρήση της στρατιωτικής της ισχύος για να επιτύχει των σκοπών της, εν μέσω μιας εκκωφαντικής αφωνίας της Δύσης.
Αυτό που οι Έλληνες βιώνουμε σήμερα, είναι αφενός το αποτέλεσμα των τουρκικών γεωστρατηγικών σχεδιασμών και αφετέρου της εθνοκτόνου και εγκληματικής πολιτικής κατευνασμού (appeasement), που εφάρμοσαν συστηματικά και με φοβικά σύνδρομα όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτόν τρόπο όμως, μετατόπιζαν το πρόβλημα στην επόμενη κυβέρνηση, καθιστώντας σαφές ότι επιτέλους θα πρέπει να διαμορφώσουμε έναν αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής.
Η Ελλάδα απώλεσε την αποτροπή
Η εθνική άμυνα και ασφάλεια αφορά την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όπως αυτά που διαμορφώθηκαν από τις Διεθνείς Συνθήκες και διαθέτει δύο συνιστώσες: Την αποτροπή και την άμυνα. Ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι σημαίνουν τα παραπάνω, γιατί δυστυχώς έχουν διαστρεβλωθεί οι έννοιες και οι αντιλήψεις περί των εννοιών αυτών.
Αποτροπή σημαίνει πως μια κρατική οντότητα δεν θα εξαναγκασθεί να εκχωρήσει ή να απεμπολήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, υπό την απειλή πολέμου. Αντίθετα η άμυνα, συνιστά την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε περίπτωση απώλειας της αποτροπής με πόλεμο (Γεώργιος Χατζηθεοφάνους, Εθνική Στρατηγική, 2017).
Έτσι όλα αυτά που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες από την Τουρκία, με τις παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, οι προκλήσεις, οι απειλές πολέμου, η εισβολή στα χωρικά μας ύδατα, ακόμη και με βολές πολεμικών πλοίων, οι έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, η απειλή πολέμου σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 Ν.Μ. αναφαίρετο δικαίωμα κάθε χώρας, σύμφωνα με την Συνθήκη UNCLOS του Μοντέγκο Μπέι (1982), οι διεισδύσεις και εμπλοκές στην Θράκη, η αφωνία και η προσπάθεια κατευνασμού, αποδεικνύουν ξεκάθαρα, πως ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής αποτροπής έχει ήδη χαθεί!
Σύμφωνα με τον κορυφαίο Έλληνα πολιτικό φιλόσοφο και γεωπολιτικό αναλυτή Παναγιώτη Κονδύλη, στο βιβλίο του «Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (2011), «Η επίκληση του Δικαίου, μόνιμη επωδός όλων σχεδόν των κυβερνήσεων στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις είναι ευθέως ανάλογη της εθνικής ισχνότητας και της διπλωματικής επιπολαιότητας».
Ο κατευνασμός στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν
Στην τελευταία σύνοδο του ΟΗΕ, στην Νέα Υόρκη, έγινε η ετήσια συνάντηση των ηγετών όλων των κρατών. Εκεί, δίδονται οι ευκαιρίες συναντήσεων, γνωριμίας, ανταλλαγής απόψεων, επίλυσης ορισμένων διαφορών, καταγγελιών, αλλά και προσέγγισης και διαμόρφωσης πολιτικών και συμμαχιών των ηγετών των κρατών με όμορα κράτη, καθώς και με άλλα με κοινά συμφέροντα. Θα σταθούμε μόνο στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με του Τούρκο πρόεδρο και θα εκφράσουμε την σταθερή διαφωνία, για τον σκοπό της συνάντησης.
Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός γενικότερα ευρίσκεται υπό τουρκική απειλή, συνεχή και προσφάτως αυξανόμενη και επικίνδυνη. Ο Ελληνισμός ευρίσκεται υπό πολιορκία, για όσους δεν το αντιλαμβάνονται. Οπότε γιατί ο πολιορκούμενος θα πρέπει να συναντιέται και να συνομιλεί με τον πολιορκητή του; Για να νομιμοποιήσει την πολιορκία; Γιατί θα πρέπει να συνομιλούμε με τον παραβάτη των εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων, ο οποίος μας τα αμφισβητεί, με χυδαίο, προκλητικό και πέραν από κάθε έννοια δικαίου τρόπο;
Τι θα αποκομίσει η Ελλάδα από έναν αναθεωρητικό επιθετικό γείτονα, που βάζει συνεχώς στο τραπέζι των διεκδικήσεων του όλο και περισσότερα, ώστε να μας εξαναγκάσει να καθίσουμε να διαπραγματευτούμε τις διεκδικήσεις του, αποσύροντας κάποιες από αυτές. Μήπως ο Έλληνας πρωθυπουργός, ασκώντας προσωπική «γοητεία», θα εξαναγκάσει τον Τούρκο πρόεδρο να υποχωρήσει και να μην ενδώσει στις παράνομες και παράλογες απαιτήσεις του επί των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων;
Κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο, αν κρίνουμε από τα τελευταία 17 χρόνια που ο πρόεδρος Ερντογάν κυβερνά την Τουρκία και δεν γοητεύεται ή και δεν λογικεύεται ακόμη και με προέδρους που θεωρεί φίλους του, όπως τον πρόεδρο Τραμπ. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ήταν αναγκαία η συνάντηση για να διευθετηθεί το μεγάλο θέμα σήμερα το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Μα το θέμα αυτό δεν είναι διμερές, μια ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά αποτελεί μείζων Ευρωπαϊκό και διεθνές πρόβλημα και η λύση του δεν εξαρτάται από την Ελλάδα.
Το θέμα αυτό εργαλειοποιήθηκε από την Τουρκία, με σκοπό να πιέσει Ευρώπη και ΗΠΑ για οικονομικούς και γεωστρατηγικούς λόγους (Συρία, σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ κλπ). Κατά τη άποψή μου η συνάντηση του κ. Μητσοτάκη και του κ. Ερντογάν ήταν ατυχής, άστοχη και ουδέν ωφέλησε.
Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε σε δύο κορυφαίους Έλληνες πρωθυπουργούς, που αντιμετώπισαν παρόμοιες καταστάσεις με την Τουρκία και πως επέλεξαν να αντιδράσουν. Το 1987, δημιουργήθηκε η κρίση με το ερευνητικό πλοίο Σισμίκ, με το οποίο η Τουρκία απειλούσε να διεξαγάγει έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Τότε ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, συγκάλεσε το ΚΥΣΕΑ, όπου ελήφθησαν αποφάσεις να μην επιτρέψουν στο Σισμίκ να διεξαγάγει έρευνες, με κάθε τρόπο, ακόμη κάνοντας χρήση και της στρατιωτικής ισχύος, κινητοποιώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας.
Τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου αποκάλυψε ότι αυτό που επιδιώκει η Τουρκία είναι η διχοτόμηση του Αιγαίου (25ο μεσημβρινό) και τόνισε ότι έχουμε χρέος να προασπίσουμε τα σύνορα της χώρας μας και δεν θα τα απεμπολήσουμε. «Πολιτικό διάλογο με την Τουρκία δεν κάνουμε, γιατί μόνο ένα θέμα υπάρχει με την Τουρκία και είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, η δε Τουρκία αρνείται να πάμε στην Χάγη για διευθέτηση του θέματος. Δεν πάμε σε διάλογο με την Τουρκία γιατί θα αφορούσε ποια κυριαρχικά δικαιώματα η Ελλάδα θα παραχωρήσει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένους και δεν δεχόμαστε τέτοια μηνύματα. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα, ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη», κατέληξε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το αποτέλεσμα; Το μήνυμα της Αθήνας πέρασε «απέναντι» και το Σισμίκ αφού έκανε μερικές βόλτες στα μικρασιατικά παράλια δεν ξαναφάνηκε. Το δεύτερο περιστατικό έγινε το 1990, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος ήταν υπέρ του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Έτσι, όταν συναντήθηκε με τον πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ, ο τελευταίος του άπλωσε μερικούς χάρτες με την συνδιαχείρηση, δηλαδή διχοτόμηση του Αιγαίου. Τότε ο Έλληνας πρωθυπουργός διαφώνησε πλήρως, είπε «αυτά δεν γίνονται» και έφυγε αμέσως.
Αποτροπή όχι κατευνασμός
Όταν χάνεται η αποτροπή τότε μένει ως μόνη επιλογή, η σαφώς πλέον οδυνηρή και «δαπανηρή» λύση της άμυνας. Για αυτό κρίνεται σκόπιμο να περάσουμε τα κατάλληλα μηνύματα προς τον επιθετικό γείτονα. Ο Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα του τονίζει ότι για να επιβιώσει ένα κράτος χρειάζονται δύο πράγματα: Ισχυρό Στρατό και Ισχυρές Συμμαχίες. Για το δεύτερο εκτιμάται ότι κινούμαστε προς την σωστή κατεύθυνση, με τις Τριμερείς Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ και τον στρατηγικό διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ και την στρατηγική Συμφωνία που θα υπογράψουμε με την έλευση του υπουργού Εξωτερικών κ. Πομπέο στην Αθήνα σε λίγες ημέρες.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που υφίσταται η πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Μπορεί η Ελλάδα διαθέτει ακόμα αποτρεπτική ικανότητα, αλλά με τους ρυθμούς που κινείται η Τουρκία το μέλλον φαίνεται δυσοίωνο. Παρόλα αυτά, θα λέγαμε ότι υπάρχουν λύσεις έξυπνες και φθηνές. Ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα είναι το «σμπαράλιασμα» της ακριβότερης αντιεροπορικής άμυνας μιας χώρας, της Σαουδικής Αραβίας, από ένα σμήνος φθηνών drones, μερικών χιλιάδων δολαρίων. Το χτύπημα αυτό προκάλεσε καταστροφές ύψους άνω των 300 εκατ. δολαρίων στο μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας.
Έτσι θα πρέπει η Ελλάδα να αλλάξει πολιτική και να επενδύσει σήμερα, άμεσα στην «αποτροπή» (deterrence), χωρίς ανούσιες συζητήσεις και επαφές με έναν εχθρό που διακηρύσσει «τι θα μας κάνει» αν δεν συμμορφωθούμε παραχωρώντας του τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, το «Καζάν-Καζάν», δηλαδή «μισά-μισά».
Παράλληλα θα πρέπει να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός για την πραγματική και επικίνδυνη κατάσταση, να αντιληφθεί ότι οι σχέσεις μας δεν είναι τα τουρκικά σήριαλ και η προπαγάνδα, που μέσω ενός ανηλεούς υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολύσει, μας δημιούργησε ένα σύγχρονο «μιθριδατισμό» και να πάσχουμε ήδη με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης (όπου η απαχθείσα ερωτεύεται τον απαγωγέα της).
Να καταλάβουμε επιτέλους κυβέρνηση και λαός, ότι η πολιτική κατευνασμού οδηγεί τελεσίδικα σε παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, χωρίς πόλεμο ή ακόμη και με πόλεμο. «Οι Έλληνες όπως αντιμετωπίζουμε σήμερα την άμυνα μας, βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας» όπως έλεγε και ο Παναγιώτης Κονδύλης (θεωρία Πολέμου).
*Η δημοσίευση της παρούσης ανάλυσης του κ.Ιωάννη Μπαλτζώη αντιστρατήγου ε.α. & Μέλος Δ.Σ. του ΕΛΙΣΜΕ πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του ΚΕΔΙΣΑ με το ΕΛΙΣΜΕ σε επίπεδο cross-posting αναλύσεων.