Γράφει ο Ανδρέας Υφαντίδης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Οι ελληνορωσικές σχέσεις αποτελούν ένα μείζον κεφάλαιο τόσο για την ελληνική ιστορία όσο και για την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών. Το κεφάλαιο των ελληνορωσικών σχέσεων παρότι αποτελεί μια σπουδαία πτυχή τόσο για την ελληνική εξωτερική πολιτική όσο και για την ρωσική εξωτερική πολιτική που αφορά την Ευρώπη αλλά και τα Βαλκάνια, έχει γίνει αρκετές φορές «θύμα» μικροπολιτικών μοχλεύσεων, υπερμεγενθύσεων καθώς και ιστορικών ανακριβειών με αποτέλεσμα την τελική αδυναμία ανάλυσης και ορθολογικής προσέγγισής του. Στην παρούσα ανάλυση θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε αυτό το σπουδαίο κεφάλαιο για την ελληνική εξωτερική πολιτική εστιάζοντας σε τρεις βασικούς τομείς του και αναδεικνύοντας κάθε φορά την πραγματική αλλά κυρίως ρεαλιστική διάσταση αυτών των τομέων. Ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η ανάλυση για την θεωρητική αναδόμηση των ελληνορωσικών σχέσεων υπό το πρίσμα του ρεαλισμού και των σύγχρονων στρατηγικών αναγκών κ’ επιταγών του διεθνούς συστήματος[1]. Τέλος θα καταλήξουμε σε χρήσιμα θεωρητικά συμπεράσματα αναφορικά με τις ελληνορωσικές σχέσεις έτσι όπως τις είδαμε να διαμορφώνονται μέσα από τα πρόσφατα εμπειρικά γεγονότα από τα τέλη της 1ης δεκαετίας του 2000 έως και σήμερα, δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 2010.
Διπλωματική Ιστορία και Γεωπολιτική
Ο τομέας των ελληνορωσικών σχέσεων αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, ένα κρίσιμο κομμάτι για την Ιστορία και των δύο χωρών. Παρ’ όλα αυτά, οι διαχρονικά καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δημιούργησαν και πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη διαφόρων μύθων στο ιστορικό και το γεωπολιτικό κομμάτι, οι οποίοι θέλουν την Ρωσία να παρουσιάζεται ως μια αναθεωρητική δύναμη στην περιοχή του Αιγαίου και αυτόν τον αναθεωρητισμό να πηγάζει, σύμφωνα με τον συμβατικό ισχυρισμό, από την ύπαρξη του ελληνικού κράτους σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο.
Η βαθύτερη ανάλυση αυτής της κατάστασης μπορεί να ξεκινήσει από την εξιστόρηση των απαρχών του «Ανατολικού Ζητήματος[2]». To ζήτημα αυτό βασιζόταν στο γνωστό δίπολο ναυτικών-χερσαίων δυνάμεων και κυρίως ενέπλεκε την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία από την πλευρά των δυτικών ναυτικών δυνάμεων και την Ρωσία-Αυστροουγγαρία από την πλευρά των χερσαίων δυνάμεων. Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να διαχωρίσουμε τα ζητήματα που αφορούν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών (Ελλάδας και Ρωσίας) σε δυο κατηγορίες. Πρώτον, στην ρωσική εξωτερική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και την επίδραση που είχε στην Ελλάδα και δεύτερον στις σχέσεις που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στις δύο οντότητες υπό το πρίσμα αυτής της εξωτερικής πολιτικής και κάτω από τους περιορισμούς που έθεσαν οι υπόλοιποι ισχυροί δρώντες του Ευρωπαϊκού συστήματος, όπως η Αυστροουγγαρία τον 19ο αιώνα και η Βρετανία τόσο τον 19ο όσο και τον 20ο αιώνα.
Ξεκινώντας βάσει των θεμάτων που τίθενται στην πρώτη κατηγορία, μπορούμε να δούμε πως το διακύβευμα που βρέθηκε στο επίκεντρο του Ανατολικού Ζητήματος ήταν η διαχείριση του κενού ισχύος που άφηνε η σταδιακή υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά εδάφη, κυρίως μετά την συνθήκη του Κάρλοβιτς(1699) και ιδιαιτέρως μέσα στον 18ο αιώνα όταν κ’ άρχισε να διαφαίνεται η κάθοδος της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των κατακτημένων, από την Οθωμανική αυτοκρατορία, Βαλκανίων[3]. Mε την απαρχή αυτής της συγκυρίας η Ρωσική αυτοκρατορία, χρησιμοποιώντας ως αναφορά την προστασία των υποδουλωμένων ορθόδοξων βαλκανικών λαών ενθάρρυνε αφ’ ενός την δημιουργία επαναστατικών θυλάκων σε θρησκευτικά όμορες χώρες (π.χ Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) και αφ’ ετέρου επεδίωξε την κάθοδο του στόλου της στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου με την κτήση μιας εξόδου στις «θερμές θάλασσες». Η ιστορία της περιόδου από το 1770-1800 προβάλλει πραγματικά μια πολύ δραστήρια έως και παρεμβατική ρωσική εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, μ’ αποτέλεσμα την ενίσχυση του ορθόδοξου αλλά και σταδιακά του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων και την πίστη τους σ’ απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό. Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριοποίησης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια στα τέλη του 18ου αιώνα, μ’ επίκεντρο την Ελλάδα, ήταν αφ’ ενός η-τελικά αποτυχημένη-επανάσταση στην Πελοπόνησσο το 1770 (Ορλωφικά) και αφ’ ετέρου η διακήρυξη της Μεγάλης Αικατερίνης για δημιουργία μιας Ορθόδοξης ομοσπονδίας κρατών με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη[4]. Ενώ ταυτόχρονα η περίφημη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή(1774), έδωσε το δικαίωμα στους χριστιανικούς ορθόδοξους πληθυσμούς της περιοχής και κατ’ επέκτασην και στους Έλληνες ν’ ασκούν εμπορικά καθήκοντα υπό την ρωσική σημαία μ’ αποτέλεσμα την τόνωση του εμπορίου αλλά και την δημιουργία ενός πυκνού δικτύου διασυνδέσεων με τον δυτικό κόσμο. Εν τέλει όμως και καθώς τ’ αρχικά σχέδια της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής άλλαξαν ριζικά λόγω του ότι μαίνονταν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι στις αρχές του 19ου αιώνα, η συνεισφορά της Ρωσικής αυτοκρατορίας περιορίστηκε στην εμπλοκή του στόλου της υπό την ηγεσία του ναυάρχου Χέϋδεν, μαζί βέβαια με τον γαλλικό και τον βρετανικό στόλο στο Ναυαρίνο τον Οκτώβριο του 1827, αλλά και με την καιροσκοπική παράβλεψη της ηγεμονικής αρχής της «νομιμότητας» που είχε εμπνευσθεί ο ίδιος ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ στην Βιέννη το 1815. Αυτά τα δύο σημεία θα μπορούσαν να συνοψίσουν και την μορφή της βοήθειας που παρείχε η Ρωσία στην διαδικασία σύστασης και ανασυγκρότησης του νεώτερου ελληνικού κράτους. Σαφώς βέβαια η παράβλεψη της αρχής της νομιμότητας δεν έγινε τυχαία ή κατά λάθος εκ μέρους της Ρωσίας, καθώς όπως σημειώνει το 1821 και ο ένας εκ των δύο υπουργών εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας για εκείνη την περίοδο, ο Ιωάννης Καποδίστριας, «οι πρόξενοι της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι όλοι ή ελληνικής καταγωγής ή γεννημένοι στην Ελλάδα»[5]. Βέβαια εδώ αξίζει να σημειωθεί πως και οι ανάδοχοι της αρχής της νομιμότητας, δηλαδή η Αυστροουγγαρία του Κλέμενς φον Μέττερνιχ και η Βρετανία με τον Λόρδο Κάσλρη, είχαν επίσης συμφωνήσει στην αποχή από την κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης με κοινό όρο την αποτροπή της μονομερούς επέμβασης της Ρωσίας, κατάσταση η οποία οδήγησε εν τέλει στο συνέδριο της Βερόνα του 1822. Εξ’ αυτής της συγκυρίας αντιλαμβανόμαστε πως η πολιτική πραγματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος της Grande Republique των αρχών του 19ου αιώνα, όπως είχε δομηθεί μετά την λήξη των ναπολεόντειων πολέμων, διέφερε δραστικά από τον 18ο αιώνα και πως η επίδραση που θα μπορούσε ενδεχομένως ν’ ασκήσει η Ρωσία στην Ελλάδα μελλοντικά είχε μειωθεί πλέον αρκετά.
Από εκεί και έπειτα, η μεταναπολεόντεια διαμόρφωση της γενικής ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής και ο συνεχώς αυξανόμενος ναυτικός ρόλος των Βρετανών στην Μεσόγειο, μείωσαν ακόμα περισσότερο την επιρροή που μπορούσε να διατηρήσει η Ρωσία στην Ελλάδα και εκ του αποτελέσματος το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πέρασε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην επιρροή της Βρετανικής αυτοκρατορίας.
Επιπρόσθετα η αλλαγή του κέντρου βάρους των ρωσικών συμφερόντων αλλά και η αναδυόμενη ρωσική έμφαση στην Κεντρική Ασία με την παράλληλη διαμόρφωση μιας ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στην Βρετανική Αυτοκρατορία και στην Ρωσική Αυτοκρατορία σ’ εκείνη την περιοχή, άλλαξαν τελείως την εικόνα που έτεινε να δημιουργηθεί από την στάση της Ρωσίας στο Αιγαίο κατά τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, όπου άλλωστε η ρωσική εξωτερική πολιτική ήταν επιθετική κυρίως εναντίον των Οθωμανών και όχι τόσο κατά των Βρετανών. Συνοπτικά, η αυγή του 20ου αιώνα βρήκε την Ελλάδα υπό βρετανική επιρροή και προστασία. Πάντως θα μπορούσαμε να πούμε πως μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, ενώ η παρουσία και η επιρροή της Βρετανίας στον ελληνικό χώρο είναι αδιαφιλονίκητη, δεν ήταν όμως και τυπικά αδιαμφισβήτητη υπό την έννοια του ότι η Ρωσία την δεχόταν μόνον εθιμικά.
Αλλά ακόμα και υπ’ αυτούς τους όρους η κατάσταση δεν θ’ αλλάξει και καθ’ όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα ο ρωσικός παράγοντας, τόσο ως Ρωσική αυτοκρατορία και μετά την κατάρρευση ως Σοβιετική Ένωση, δεν κατείχε ποτέ αξιοπρόσεκτα σημαντική στρατιωτική και διπλωματική επιρροή στην Ελλάδα, τουλάχιστον στο ίδιο μέγεθος με την Βρετανία και μεταγενέστερα με τις ΗΠΑ. Παρότι η συγκυρία της Σοβιετικής Ένωσης είθισται να μελετάται ξεχωριστά από την περίπτωση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα και γι’ αυτό δεν θα την αναπτύξουμε ιδιαίτερα, αξίζει όμως να γίνουν ορισμένες αναφορές σε συγκεκριμένα σημαντικά επεισόδια.
Έτσι λοιπόν και η Σοβιετική Ένωση, παρά την ύπαρξη του έντονου κομμουνιστικού στοιχείου στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα κελεύσματα του για επέμβαση της στα ενδοελληνικά πράγματα το 1944-45, τελικά αρνήθηκε να το κάνει τόσο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα όσο και στην 2η διάσκεψη της Μόσχας από τις 9-19 Οκτωβρίου του 1944. Με μόνο ενδιαφέρον την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων το 1946, αφότου θα περνούσαν σ’ ελληνική κατοχή έναν χρόνο αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διατήρησε με την σειρά της την παράδοση που ήθελε την Ελλάδα να βρίσκεται για περίπου έναν αιώνα υπό αγγλοσαξωνική επιρροή. Συνολικό αποτέλεσμα αυτής της συγκυρίας είναι βέβαια η ανατροπή του συμβατικού μύθου που διαμορφώθηκε στην κοινή συνείδηση και ήθελε τον Ρωσικό παράγοντα να είναι συνεχώς αναθεωρητικός βασιζόμενος κυρίως στην ελληνική περίπτωση. Όπως είδαμε και όπως τεκμηριώνεται και από την ιστορική αλήθεια, τόσο η Ρωσική αυτοκρατορία κυρίως από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι το 1917, όσο και η ΕΣΣΔ(ως διάδοχη οντότητα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο που εκτεινόταν και η Ρωσική αυτοκρατορία) μέχρι και την κατάρρευσή της, δεν επιχείρησαν ν’ αναθεωρήσουν την καθεστηκυία τάξη είτε στο Αιγαίο είτε στα ελληνικά πράγματα. Αντ’ αυτού, όπως διαπιστώσαμε και παραπάνω, επεδίωκαν διαρκώς την δραστηριοποίηση τους στον ευρύτερο χώρο και την διαρκή διαπραγμάτευση με όμορες χώρες των Βαλκανίων που θα ευνοούσαν την εξωτερική πολιτική τους στην περιοχή αυτή(π.χ Βουλγαρία, πρώην Γιουγκοσλαβία). Ενώ είναι γεγονός δε, πως μερικά χρόνια αργότερα η Ρωσία διατηρούσε συμβολικά ένοπλες δυνάμεις στην Σερβία, με χαρακτηριστική περίπτωση ανάδειξής τους την διένεξη μ’ αυτές του ΝΑΤΟ κατά τον Ιούνιο του 1999 στο αεροδρόμιο της Πρίστινα , όπου βέβαια κ’ αυτές τις δυνάμεις τις απέσυρε η νέα ηγεσία της Ρωσίας, δείχνοντας την αλλαγή της κατεύθυνσης της συνολικά προς τον χώρο των Βαλκανίων. Ακόμα περισσότερο και ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας ο ρωσικός αναθεωρητισμός περιορίστηκε και «προσδέθηκε» στους κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού πολύ νωρίτερα ήδη μέσα στον 19ο αιώνα και έκτοτε δεν έγιναν αξιοσημείωτες προσπάθειες για την αλλαγή αυτής της κατάστασης, ούτε καν όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση της Σερβίας[6].
Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως η Ρωσία μέχρι σήμερα επιθυμεί να διατηρεί σταθερές και επωφελείς σχέσεις με την Ελλάδα και σαφώς η βάση για τις σύγχρονες ελληνορωσικές σχέσεις εντοπίζεται και στο παρελθόν. Ας μην παραλείψουμε να υπενθυμίσουμε πως αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής της Ρωσίας απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν η συμφωνία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής για την συνέχιση της ελληνικής επανάστασης, την ναυτική επέμβαση του 1827 στο Ναυαρίνο, την Συνθήκη της Ανδριανούπολης το 1829 που είχε ως αποτέλεσμα την επακόλουθη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Έτσι και σήμερα, στην, μετά τον ψυχρό πόλεμο, εποχή η Ρωσία αλλά και η Ελλάδα επιθυμούν και βρίσκονται στην κατεύθυνση επανασύστασης μιας αμοιβαίας επωφελούς διακρατικής συνεργασίας.
[1] Nikos Kotzias, Η Εξωτερική Πολιτική Της Ελλάδας Στον 21ο Αιώνα, 1η ed. (Athēna: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010), 26 – 29
[2] Με τον όρο Ανατολικό ζήτημα αναφερόμαστε στο ζήτημα της βαθμιαίας υποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη και στην παρεπόμενη διαχείριση του κενού ισχύος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια και μεταγενέστερα στην Μέση Ανατολή. Ο όρος του Ανατολικού ζητήματος αναφέρεται επιπρόσθετα και στην δυνητική κάθοδο της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη την υποχώρηση των Οθωμανών, προκειμένου να διεκδικήσει έξοδο στις «θερμές θάλασσες». (βλ. Μιχαήλ Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, 1η ed. (Θεσσαλονίκη: Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, 1978), 10-12)
[3] Μιχαήλ Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, 1η ed. (Θεσσαλονίκη: Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, 1978), 12.
[4] Θεόδωρος Μπατρακούλης, ‘Το Ανατολικό Ζήτημα Και Η Ελληνική Επανάσταση. Οι Διπλωματικές Ζυμώσεις Για Την Τύχη Του “Μεγάλου Ασθενούς”’, Ιστορικά Θέματα, no. no. 104 (July 2011): 84
[5] Θεόδωρος Μπατρακούλης, ‘Το Ανατολικό Ζήτημα Και Η Ελληνική Επανάσταση. Οι Διπλωματικές Ζυμώσεις Για Την Τύχη Του “Μεγάλου Ασθενούς”’, Ιστορικά Θέματα, no. no. 104 (July 2011): 85
[6] Ιδιαίτερα όπως θα σημειωθεί και στον τομέα της πολιτισμικής εγγύτητας μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας, το ζήτημα της Ορθοδοξίας μπορεί ν’ αποτελεί κοινό δυνητικό άξονα συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών, αλλα δεν είναι αναγκαία κ’ επαρκής συνθήκη που θα άλλαζε άρδην την στάση της Ρωσίας στο Αιγαίο. Αξίζει να σημειωθεί πως το κυρίαρχο σλαβικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το δόγμα του Ρωσικού κοσμού, φέρνει εγγύτερα χώρες όπως τη Σερβία(και παλαιότερα τη Βουλγαρία) στην Ρωσία απ’ ότι την Ελλάδα.