ihouliaras

Η αποσταθεροποίηση του Περσικού Κόλπου: ο Πόλεμος Ιράν-Ιράκ (1980-1988)

Posted on Posted in Αναλύσεις, Μέση Ανατολή

Γράφει ο Ιωάννης Χουλιάρας, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

Το παρόν άρθρο θα παρουσιάσει και θα αναλύσει τα αίτια του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ, ο οποίος διεξήχθη την περίοδο 1980-1988. Ο πόλεμος υπήρξε ένας εκ των πιο αιματηρών του 20ου αιώνα, και οι συνέπειές του για τη Μέση Ανατολή ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της παρούσας πολιτικής κατάστασης στην περιοχή.

Οι απαρχές των ιρανοϊρακινών διενέξεων

Η σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ιράκ έχει τις ρίζες της στην περίοδο πριν την Ιρανική Επανάσταση, και συνδέεται τόσο με εδαφικές διενέξεις, όσο και με ευρύτερους στρατηγικούς στόχους.

Οι διενέξεις συμπεριλαμβάνουν: 1) την κυριαρχία στα νερά του ποταμού Shatt-al-Arab, ο οποίος συνδέει τη Basra, το κυριότερο λιμάνι του Ιράκ, με τον Περσικό Κόλπο και είναι κρίσιμης σημασίας για τις εξαγωγές πετρελαίου των δύο κρατών. 2) την ιρανική περιοχή Khuzistan, η οποία διαθέτει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και βρισκόταν ως εκ τούτου στο επίκεντρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας του Ιράν, αλλά σημαντικό μέρος του πληθυσμού της αποτελούνταν από Άραβες. 3) μια στρατηγικής σημασίας περιοχή έκτασης περίπου 200 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο μέσο του ιρανοϊρακινού συνόρου, την οποία το Ιράν απέσπασε βίαια από το Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. 4) Τα δικαιώματα στα ύδατα των περίπου τριάντα ποταμών που πηγάζουν από το Ιράν και χύνονται στον ποταμό Τίγρη του Ιράκ. 5) την επιθυμία εκάστου κράτους να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.

Η Ιρανική Επανάσταση και η πορεία προς τη σύγκρουση

Το ξέσπασμα της Ιρανικής Επανάστασης το 1978 επέφερε την πτώση του Σάχη του Ιράν το επόμενο έτος και την εγκαθίδρυση ενός αντιδυτικού, σιιτικού θεοκρατικού καθεστώτος υπό τον Ruhollah Khomeini, φέρνοντας το Ιράν και το Ιράκ σε τροχιά σύγκρουσης. Η νέα θεοκρατική κυβέρνηση απέβλεπε στην «εξαγωγή» της ισλαμιστικής επανάστασης και την ανατροπή των «βλάσφημων» καθεστώτων στη Μέση Ανατολή, με το κοσμικό ιρακινό καθεστώς του κόμματος Ba’ath να αποτελεί πρωτεύοντα στόχο. Ο Khomeini απηύθυνε επανειλημμένως κάλεσμα στους σιίτες του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων κρατών να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις τους και να εγκαταστήσουν στη θέση τους θεοκρατικά καθεστώτα, στο πρότυπο του Ιράν. Ο φόβος του ιρακινού καθεστώτος εντείνονταν από το ότι αν και η κυβερνώσα ελίτ του Ba’ath ήταν σουνιτική, η πλειοψηφία του πληθυσμού του Ιράκ αποτελούνταν από Σιίτες, όπως και στο Ιράν. Σύντομα μετά τις επαναστατικές εκκλήσεις του Khomeini, οι σιιτικοί πληθυσμοί οργάνωσαν διαδηλώσεις, ενώ σιιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις προέβησαν σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον αξιωματούχων του Ba’ath. Το Ιράν άρχισε επίσης την εκ νέου υποστήριξη στους Κούρδους του Ιράκ, με σκοπό την περαιτέρω αποσταθεροποίησή του.

Τον Ιούλιο του 1979, μέσα σε ένα ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα, ο Saddam Hussein ανακηρύχθηκε πρόεδρος του Ιράκ, ενίσχυσε τα μέτρα ασφάλειας, διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις και εκτελέσεις Σιιτών θρησκευτικών ηγετών και απελάσεις ύποπτων φιλοϊρανικών στοιχείων, και παρείχε στήριξη σε Ιρανούς αντικαθεστωτικούς, όπως και σε αραβικές και κουρδικές οργανώσεις εντός του Ιράν. Ο Hussein θεώρησε, επίσης, πως το κοινωνικό χάος που προκλήθηκε στο Ιράν λόγω της επανάστασης, το «πάγωμα» των σχέσεων του Ιράν με τις ΗΠΑ και η διεθνής απομόνωσή του, και η ραγδαία αποδυνάμωση του ιρανικού στρατού λόγω των επαναστατικών εκκαθαρίσεων, άνοιγαν ένα παράθυρο ευκαιρίας για το Ιράκ: με μια συντριπτική στρατιωτική νίκη, το Ιράκ θα μπορούσε να απαλλαγεί από τον ιρανικό κίνδυνο, να εδραιώσει την κυριαρχία του στο Khuzistan και τον Shatt-al-Arab και κατά συνέπεια να αυξήσει τον πετρελαϊκό πλούτο του και να καταστεί κυρίαρχος του Περσικού Κόλπου, και, εκμεταλλευόμενο την απομόνωση της Αιγύπτου λόγω της ειρηνευτικής προσέγγισης της τελευταίας με το Ισραήλ, να εξελιχθεί σε ηγέτη του αραβικού κόσμου. Τον Ιούνιο του 1980 οι διπλωματικές σχέσεις διακόπηκαν, και τον Σεπτέμβριο το Ιράκ ανακοίνωσε την ακύρωση της συμφωνίας του 1975, ενώ συνοριακές ανταλλαγές πυρών έλαβαν χώρα.

Ο Πόλεμος

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, ξεκίνησε η εισβολή των ιρακινών δυνάμεων στο Ιράν. Η κυβέρνηση του Ιράκ αποσκοπούσε σε μια ταχεία νίκη, εκμεταλλευόμενη την αποδιοργάνωση των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων, και στην κατάληψη του Khuzistan, αναμένοντας πως η στρατιωτική ήττα θα επέφερε σύντομα την πτώση του Khomeini. Το Ιράκ δέχθηκε επίσης σημαντική διεθνή στήριξη μετά τις ιρανικές στρατιωτικές επιτυχίες το 1982 (αναλύονται παρακάτω). Οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, τα ΗΑΕ, το Κατάρ, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και άλλα κράτη, ανησυχώντας από την επαναστατική ισλαμιστική ιδεολογία του Khomeini και το ενδεχόμενο νίκης και επέκτασης του Ιράν, παρείχαν στο Ιράκ οικονομική βοήθεια, όπλα, τεχνολογική υποστήριξη και πληροφορίες. Το Ιράκ δέχθηκε επίσης εκτεταμένη βοήθεια από τη Γαλλία, με την οποία διατηρούσε στενές σχέσεις. Η Κίνα, της οποίας τα συμφέροντα ήταν στην προκειμένη περίπτωση καθαρά εμπορικά, προμήθευσε όπλα και στα δύο κράτη. Το Ιράν έλαβε υποστήριξη από τη Συρία, τη Βόρεια Κορέα, τη Λιβύη και το Ισραήλ.

Οι ιρακινές δυνάμεις προήλασαν κατά μήκος ενός μετώπου 664 χιλιομέτρων, χωρισθείσες σε τρία μέρη, στο βόρειο, το μέσο, και το νότιο τμήμα της ιρανοϊρακινής συνοριακής γραμμής. Κατά τους δύο πρώτους μήνες οι επιχειρήσεις στέφθηκαν με επιτυχία, καθώς το Ιράν δεν ήταν σε θέση να απαντήσει αποτελεσματικά, μη διαθέτοντας αρκετές δυνάμεις κοντά στα σύνορα, και το Ιράκ κατέλαβε σημαντικό τμήμα των συνοριακών περιοχών. Σύντομα όμως, η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται. Η ιρακινή εισβολή συσπείρωσε τον ιρανικό πληθυσμό γύρω από το καθεστώς, και εκατοντάδες χιλιάδες Ιρανοί κατατάχθηκαν στο στρατό προκειμένου να υπερασπίσουν την πατρίδα τους. Η ιρανική αεροπορία, ανώτερη ποιοτικά και ποσοτικά, υπερίσχυσε της ιρακινής και προχώρησε σε βομβαρδισμούς των ιρακινών δυνάμεων και πόλεων. Τον Δεκέμβριο του 1980, η ιρακινή προέλαση, συναντώντας ισχυρή αντίσταση, ανακόπηκε.

Τον Μάιο του 1981, οι ιρανικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και μέχρι τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους είχαν ανακτήσει σημαντικό έδαφος. Ο ιρακινός στρατός άρχισε να αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερα προβλήματα ανεφοδιασμού, ενώ το ηθικό των στρατιωτών ήταν χαμηλό. Τον Μάρτιο του 1982, η μεγάλη ιρανική αντεπίθεση ξεκίνησε, και οι ιρανικές δυνάμεις, επιτιθέμενες κατά κύματα, πέτυχαν συντριπτικές νίκες έναντι των Ιρακινών. Εν τω μεταξύ, το Ιράν προσέγγισε τη Συρία, αντίπαλο του μπααθικού Ιράκ. Η Συρία διέκοψε τον Απρίλιο τη ροή ιρακινού πετρελαίου προς τη Μεσόγειο μέσω του αγωγού Kirkuk-Banias, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του Ιράκ. Ο Saddam Hussein διέταξε την αποχώρηση όλων των ιρακινών δυνάμεων από το Ιράν και απέστειλε στο Ιράν πρόταση για ειρήνη τον Ιούνιο, με επιστροφή στο προπολεμικό status quo. Η ιρανική κυβέρνηση όμως αρνήθηκε, αποφασίζοντας να επιτεθεί στο Ιράκ και να εγκαταστήσει ένα φιλοϊρανικό ισλαμιστικό καθεστώς. Τον Ιούλιο, οι ιρανικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Ιράκ, επιχειρώντας να καταλάβουν την Basra, αλλά οι Ιρακινοί, εγκατεστημένοι σε καλά οχυρομένες θέσεις και χρησιμοποιώντας χημικά όπλα, τους προκάλεσαν βαριές απώλειες και απέκρουσαν την επίθεση.

Το 1983, μετά την αποτυχημένη επίθεση στη Basra, οι ιρανικές δυνάμεις ξεκίνησαν μαζικές επιθέσεις κατά μήκος ολόκληρου του ιρανοϊρανικού συνόρου, αλλά λόγω της ισχυρής ιρακινής άμυνας, όλες κατέληξαν σε αποτυχία, με βαρύτατες απώλειες. Νέες μεγάλες ιρανικές επιθέσεις στη Basra την άνοιξη του 1984 επίσης δεν επέφεραν σημαντικά οφέλη, με τους Ιρακινούς να σκάβουν χαρακώματα και να χρησιμοποιούν χημικά όπλα για να αναχαιτίσουν την ιρανική προέλαση. Με καμία εκ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών να μην μπορεί να πετύχει κάποιο αποφασιστικό πλεονέκτημα, το Ιράκ ξεκίνησε το 1984 μαζικούς βομβαρδισμούς ιρανικών πόλεων και υποδομών. Το Ιράκ προχώρησε επίσης σε επιθέσεις εναντίον τάνκερ που μετέφεραν ιρανικό πετρέλαιο, με το Ιράν να απαντά με αντίστοιχες επιθέσεις σε μεταφέροντα ιρακινό πετρέλαιο πλοία της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ και άλλων κρατών. Ο «πόλεμος των τάνκερ» είχε ως συνέπεια την μείωση της ναυσιπλοΐας στον Περσικό Κόλπο κατά 25%.

Το 1985 και το 1986, καμία από τις δύο πλευρές δεν κατάφερε να αποκτήσει κάποιο αποφασιστικό πλεονέκτημα, με πολύνεκρες ιρανικές επιθέσεις και ιρακινές αντεπιθέσεις να μην αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα. Το Ιράκ ενέτεινε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, στοχεύοντας ιρανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.

Τον Ιανουάριο του 1987, το Ιράν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και εξαπέλυσε ένα ακόμη μεγάλο κύμα επιθέσεων στις βόρειες και νότιες περιοχές του Ιράκ. Οι επιθέσεις στην Basra και στην πλούσια σε πετρέλαιο βόρεια περιοχή του Kirkuk δεν είχαν αποτέλεσμα, με το Ιράν να αδυνατεί να πετύχει μια συντριπτική νίκη. Τον Ιούλιο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το Ψήφισμα 598, που καλούσε για ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών με επιστροφή στα προπολεμικά σύνορα. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση γινόταν όλο και δυσκολότερη για τους Ιρανούς. Η αύξηση των ιρανικών επιθέσεων στα τάνκερ του Κουβέιτ και άλλων κρατών στον Περσικό Κόλπο είχαν ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση και άλλες χώρες να αποστείλουν το 1987 τις ναυτικές τους δυνάμεις στην περιοχή, για την προστασία των πετρελαιοφόρων. Επίσης, στένευαν για το Ιράν ολοένα και περισσότερο τα περιθώρια ανανέωσης των εξοπλισμών του, ιδίως για την αεροπορία, και το ηθικό του πληθυσμού καταρρακώνονταν από τις στρατιωτικές αποτυχίες, ενώ η ιρανική οικονομία, αποκομμένη από τη διεθνή χρηματοδότηση, βρισκόταν σε κατάσταση κατάρρευσης. Το Ιράκ, από την άλλη πλευρά, λάμβανε διαρκώς ενίσχυση από τους εξωτερικούς υποστηρικτές του.

Τον Μάρτιο του 1988, το Ιράν επιχείρησε μια τελευταία επίθεση στο βόρειο Ιράκ, με σκοπό την κατάληψη νευραλγικών εγκαταστάσεων ηλεκτροδότησης. Παρά την αρχική επιτυχία, η αποτελεσματική άμυνα και τα χημικά όπλα την ιρακινών δυνάμεων αναχαίτισαν την επίθεση. Τον Απρίλιο, οι Ιρακινοί, ενισχυμένοι στρατιωτικά από τη διεθνή προμήθεια όπλων και με αποτελεσματικότερη διοίκηση, ξεκίνησαν την αντεπίθεσή τους. Μέχρι τον Αύγουστο, είχαν συντρίψει τον εξαντλημένο ιρανικό στρατό και ανακαταλάβει τις καταληφθείσες από τους Ιρανούς περιοχές. Το αμερικανικό ναυτικό προέβη σε πλήγματα εναντίον ιρανικών στόχων, ως αντίποινα για επιθέσεις στα πλοία του, ενώ η ιρακινή αεροπορία βομβάρδισε το Ιράν με χημικά όπλα. Αντιμέτωπο με τις συνθήκες αυτές, το Ιράν αποδέχτηκε την εφαρμογή του Ψηφίσματος 598 στις 20 Αυγούστου 1988, και ο πόλεμος έλαβε τέλος.

Συνέπειες

Οι απώλειες του πολέμου, που αποτελεί τον πιο μακροχρόνιο του 20ου αιώνα, υπολογίζονται σε 1,000,000 με 1,500,000 νεκρούς. Τα δύο κράτη υπέστησαν εκτεταμένη οικονομική καταστροφή. Το Ιράκ προέβη σε εκτεταμένη χρήση χημικών όπλων τόσο ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις, όσο και στον άμαχο πληθυσμό του Ιράν, με τις υγειονομικές συνέπειες να γίνονται αισθητές μέχρι σήμερα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, έκαστο κράτος υποστήριξε τους κουρδικούς πληθυσμούς του άλλου, οι οποίοι προέβησαν σε εξεγέρσεις και ανταρτοπόλεμο, με την ιρανική και την ιρακινή κυβέρνηση αντίστοιχα να προβαίνουν σε αιματηρή καταπίεση των Κούρδων. Στην περίπτωση του Ιράκ, η πολιτική καταπίεσης των Κούρδων έλαβε, σύμφωνα με τον ιστορικό Efraim Karsh, «διαστάσεις γενοκτονίας». Το Ιράκ, του οποίου ο στρατός αριθμούσε μετά τον πόλεμο περισσότερους από 1,000,000 στρατιώτες και εκτεταμένο οπλοστάσιο, αναδείχθηκε ως το ισχυρότερο κράτος του Περσικού Κόλπου. Όμως, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε οδήγησαν το Ιράκ να εισβάλλει στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990, δημιουργώντας νέες εντάσεις στον Περσικό Κόλπο.

 

Βιβλιογραφία

  1. Anon, (1987). Resolution 598 – The Situation Between Iran and Iraq. [online] Available here. [Accessed 6 Oct. 2019].
  2. Global Security. (n.d.). Iran-Iraq War – The Imposed War (1980-1988). [online] Available here. [Accessed 6 Oct. 2019].
  3. Iran–Iraq War. (n.d.). [ebook] Available here. [Accessed 6 Oct. 2019].
  4. Swearingen, W. (1988). Geopolitical Origins of the Iran-Iraq War. [ebook] ResearchGate. Available here. [Accessed 6 Oct. 2019].
  5. The Conditions that Shaped the Iran-Iraq War. (1990). [ebook] Center for Strategic & international Studies. Available here. [Accessed 6 Oct. 2019].
  6. Σπυρόπουλος, Γ. (2011). Μέση Ανατολή – Αραβο-ισραηλινή Διένεξη: Ιστορία – Πολιτική – Διπλωματία. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.