vasiliadou

Το Μακεδονικό Ζήτημα και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική-Μέρος Α

Posted on Posted in Αναλύσεις, Βαλκάνια & Ανατ.Μεσόγειος, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική

Γράφει η Μαρία Βασιλειάδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Στην παρούσα ανάλυση θα γίνει μια προσπάθεια εξήγησης της διεκδίκησης της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» εκ μέρους των Σκοπίων, θα παρουσιαστούν οι θέσεις των δύο χωρών αλλά και της διεθνής κοινότητας. Στη συνέχεια, θα γίνει μια προσπάθεια κατανόησης της αιτίας που δεν έχει υπάρξει μια κοινή λύση στο θέμα της ονομασίας παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία 25 χρόνια.
Η αρχή έγινε στις 25 Ιανουαρίου 1991. Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η Βουλή της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στα Σκόπια, ψηφίζει τη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Έξι μήνες μετά, προχωρά σε συνταγματική τροποποίηση και αλλαγή του ονόματος της σε Δημοκρατία της Μακεδονίας. Με δημοψήφισμα στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, το 65% του λαού της αυτοαποκαλούμενης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» εγκρίνει την ανεξαρτησία της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο ιστορικός ηγέτης των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόροφ, αναλαμβάνει πρώτος Πρόεδρος της νεοσύστατης αυτοαποκαλούμενης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Αν και οι ρίζες του προβλήματος είναι πολύ παλιές, από την Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμα, η διάλυση της οποίας σηματοδότησε την αρχή για την διεκδίκηση της μεγάλης γεωγραφικής περιοχής από τρία κράτη, την Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Σερβία. Παρόλα αυτά, το 1991, ήταν η χρονιά ορόσημο για την έναρξη της μακροχρόνιας διαμάχης μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ για την χρήση του όρου Μακεδονία στην ονομασία του νεοσύστατου κράτους.
Στο τέλος του ίδιου έτους (4 Δεκεμβρίου 1991) και έξι μήνες αργότερα από την συνταγματική αλλαγή του ονόματος σε Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ασχολείται με το Μακεδονικό και καταλήγει σε τρεις όρους για την αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας»:
α) Να αλλάξει η ονομασία «Μακεδονία», β) Να αναγνωρίσει ότι δεν έχει εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας και γ) Να αναγνωρίσει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα».
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την αντίδραση αυτή της Ελλάδας λογική; Η απάντηση είναι ναι. Γιατί; Ο όρος Μακεδονία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον γεωγραφικό χαρακτηρισμό της περιοχής της Μακεδονίας (γεωγραφικά η περιοχή της Μακεδονίας ανήκει σε τρεις χώρες: Ελλάδα, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ. Η περιοχή μοιράζεται ανάμεσα στην Ελλάδα με το 52,4% , την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας με το 38% και την Βουλγαρία με το 10%) όμως όχι για να προσδιορίσει ένα έθνος, το μακεδονικό έθνος σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του νεοσύστατου κράτους.
Ιστορικά, το όνομα Μακεδονία αναφέρεται στον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, το κράτος των οποίων ανήκει αδιαμφισβήτητα στην ελληνική κληρονομιά και δεν σχετίζεται με τους απόγονους των Σλάβων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πολύ πιο μετά (6ο αιώνα μ.Χ). Γεωγραφικά, όμως, ο όρος Μακεδονία αναφέρεται σε ένα ευρύτερο χώρο ο οποίος περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ.
Ήταν η αντίδραση αυτή της Ελλάδας σύμφωνη με την θεωρία των διεθνών σχέσεων; Ναι. Σύμφωνα με τη θεωρία των διεθνών σχέσεων, η ισχύς είναι το βασικό χαρακτηριστικό το οποίο διαθέτουν τα κράτη ως μέσο για να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Ισχύς είναι η δυνατότητα πρόκλησης ή παραγωγής αποτελεσμάτων, τα οποία δε θα συνέβαιναν διαφορετικά. Τα κράτη διαθέτουν συντελεστές ισχύος άυλους, όπως η ιδεολογία, η οργάνωση, το δίκαιο, και υλικούς, όπως ο πλούτος και οι ένοπλες δυνάμεις. Έτσι τα κράτη μπορούν να χαρακτηριστούν ισχυρά ή ισχυρότερα από κάποια άλλα. Συγκρίνοντας τις δύο χώρες λοιπόν είναι φανερό πως η Ελλάδα εκείνη την περίοδο ήταν ένα κράτος ισχυρότερο από την ΠΓΔΜ. Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα έθεσε τους όρους της και έμεινε αδιάλλακτη. Ορισμός όμως της διπλωματίας και των διαπραγματεύσεων είναι η από κοινού προσπάθεια για εξεύρεση κοινής λύσης με αποδοχή ενός συμβιβασμού ο οποίος σίγουρα δεν θα είναι η πρώτη επιλογή καμιάς εκ των δύο πλευρών που όμως θα είναι κάτι που θα μπορούν να αποδεχθούν και οι δυο πλευρές.
Ήταν η αντίδραση αυτή της Ελλάδας αποτελεσματική; Η ιστορία μέχρι σήμερα μας δείχνει πως όχι. Είναι γεγονός πως από το 1991 μέχρι σήμερα δεν έχει σημειωθεί καμιά πρόοδος στην εύρεση μια κοινής λύσης για την ονομασία της γειτονικής χώρας. Η Ελλάδα ναι μεν απέρριπτε την ονομασία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, δεν πρότεινε όμως καμιά εναλλακτική πιθανή ονομασία στην οποία θα ήταν διατεθειμένη να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός.
Το 1992 η ΠΓΔΜ υποβάλλει αίτημα ένταξης στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με την ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα λαμβάνει διαβεβαιώσεις από Ιταλία και Γερμανία ότι η ΕΕ δεν θα βιαστεί να αναγνωρίσει την Δημοκρατία της Μακεδονίας ενώ η Βουλγαρία γίνεται η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα. Παράλληλα, το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ αναθέτει στον προεδρεύοντα Πορτογάλο Υπουργό Εξωτερικών Ζοάο Πινέιρο την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για το όνομα ο οποίος προτείνει συμβιβασμό με αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδος μιας σύνθετης ονομασίας για το κράτος των Σκοπίων, με επικρατέστερη ονομασία «Νοβοματσεντόνια» (Πακέτο Πινέιρο).
Το πακέτο αυτό αφορούσε κυρίως τη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των Σκοπίων ενώ έδινε στην Ελλάδα μεγάλη δυναμική καθώς όλη η συνεργασία βασιζόταν στην Ελλάδα και ίσως ακόμα ενίσχυε τη θέση της στην περιοχή των Βαλκανίων. Η ΠΓΔΜ έδειχνε έτοιμη να δεχθεί το πακέτο καθώς δεν μπορούσε να αρνηθεί μια τόσο μεγάλη οικονομική βοήθεια από την ΕΕ, η Ελλάδα όμως μετά από ένα συμβούλιο όλων των πολιτικών αρχηγών και πιστή στη θέση ότι η λέξη Μακεδονία δεν πρέπει να υπάρχει στην ονομασία του νέου κράτους, αποφάσισε να απορρίψει το πακέτο Πινέιρο.
Την επόμενη χρονιά, 1993, η Κίνα γίνεται η πρώτη μεγάλη δύναμη που αναγνωρίζει τη ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα κίνηση την οποία ακολουθούν η Ιαπωνία και η Ρωσία μερικούς μήνες αργότερα .Τα κράτη της ΕΕ αναγνωρίζουν το κράτος ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ενώ οι ΗΠΑ την αναγνωρίζουν με την συνταγματική της ονομασία το 2004. Το 1994 η Ελλάδα προβαίνει σε μια κίνηση επίδειξης δύναμης απέναντι στη ΠΓΔΜ. Μονομερές εμπάργκο κηρύσσεται από την Ελλάδα και διατάζεται η άμεση διακοπή της λειτουργίας του Ελληνικού προξενείου στα Σκόπια και η διακίνηση εμπορευμάτων από και προς τη χώρα αυτή μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Η Ελλάδα ξάφνιασε τη διεθνή κοινότητα και δέχτηκε πολλές επικρίσεις – οι πιο σκληρές από την Τουρκία και την Βουλγαρία- οι οποίες πρότειναν στην ΠΓΔΜ τα δικά τους λιμάνια σε μια πράξη βοήθειας και στήριξης απέναντι στο εμπάργκο που είχε επιβάλλει η Ελλάδα. Η ΕΕ αποφασίζει να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ενώ ζητά την λήψη προσωρινών μέτρων με σκοπό να αρθεί το εμπάργκο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα αυτό της ΕΕ και ένα χρόνο μετά δικαιώνει την Ελλάδα . Οι σχέσεις των δυο χωρών δυσχεραίνουν όσο περνάει ο καιρός και οι δυο πλευρές βρίσκονται πολύ μακριά για να μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία. Ώσπου στις 13 Σεπτεμβρίου του 1995 υπογράφεται στην Νέα Υόρκη στην έδρα του ΟΗΕ από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδος και των Σκοπίων η ενδιάμεση συμφωνία, η οποία αν και δεν δίνει λύσει στο πρόβλημα της ονομασίας, ρυθμίζει τις σχέσεις των δυο χωρών. Με αυτήν την συμφωνία η Ελλάδα αναγνωρίζει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ενώ τα Σκόπια δεσμεύονται να αλλάξουν το σύμβολο της σημαίας τους, τον Ήλιο της Βεργίνας. Δηλώνεται αμοιβαία ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας των δυο χωρών ενώ η ελεύθερη διακίνηση προσώπων και εμπορευμάτων προβλέπεται άμεσα στην συμφωνία.
Η αδιάλλακτη στάση και των δυο χωρών δείχνει πως δεν υπάρχει θέληση για την εύρεση μια κοινής γραμμής πλεύσης. Η κάθε πλευρά προσπαθεί να φτάσει σε μια συμφωνία που είναι ρεαλιστική και δεν υποβιβάζει την εθνική της αποφασιστικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ δεν έδειξαν θέληση για την εξεύρεση μια κοινής αμοιβαίας αποδεκτής λύσης και απέδειξαν πως τα διεθνή προβλήματα που δημιουργούνται μεταξύ γειτνιαζόντων κρατών είναι και τα πιο δύσκολα στην επίλυσή τους. Η γεωγραφική θέση αποδείχθηκε μειονέκτημα στις σχέσεις των δύο κρατών σε αυτήν την περίπτωση και οι ανυποχώρητες θέσεις και των δύο πλευρών δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και κάνουν την εξεύρεση μια κοινής αμοιβαίας αποδεκτής λύσης να φαίνεται αδύνατη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

-Τα παρασκήνια του Μακεδονικού Ζητήματος: Κουζινόπουλος Σπύρος, Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008
-Ιστορία της Μακεδονίας (Μέρος Α’) : Χάμμοντ Νίκολας, Εκδόσεις: Μαλλιάρης, 1995
-Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις, Ηλίας Κουσκουβέλης, Ε’ Έκδοση, Εκδόσεις: Ποιότητα, 2007