Πριν από μία εβδομάδα, ο Ματέο Ρέντσι κάλεσε τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Μεσογείου να σχηματίσουν ενιαίο μέτωπο για να εξισορροπήσουν την, κατά τη γνώμη του, υπερβολική γερμανική επιρροή στην Ε.Ε. Την περασμένη Τρίτη, δύο ημέρες μετά τις ισπανικές εκλογές που ανέτρεψαν το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα και αφαίρεσαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τον κεντροδεξιό ομόλογό του Μαριάνο Ραχόι, ο Ρέντσι επανήλθε δριμύτερος. «Δεν γνωρίζω τι θα συμβεί στον φίλο μου τον Μαριάνο, γνωρίζω όμως ότι όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, ως υπερασπιστές μιας πολιτικής λιτότητας χωρίς ανάπτυξη, έχασαν τα αξιώματά τους», δήλωσε ο Ιταλός πρωθυπουργός στους Financial Times, για να προσθέσει, απευθυνόμενος στην Αγκελα Μέρκελ: «Η Ε.Ε. οφείλει να υπηρετεί και τα 28 κράτη–μέλη και όχι μόνο ένα εξ αυτών».
Θα μπορούσαν να διατυπωθούν διάφορες εικασίες για τα αίτια της όψιμης αντιγερμανικής έκρηξης του Ρέντσι. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας είχε βάσιμους λόγους να εξοργίζεται για το γεγονός ότι η χώρα του, η οποία διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, υποχρεώνεται να εφαρμόζει κυρώσεις σε βάρος της τη στιγμή που η Γερμανία ετοιμάζεται να διπλασιάσει –με το αζημίωτο– τη χωρητικότητα του υπεραγωγού μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, Nord Stream. Εξίσου ισχυρούς λόγους έχει ο Ρέντσι να επιθυμεί χαλάρωση της λιτότητας, καθώς η δημοτικότητά του διανύει πτωτική τροχιά και το ημερολόγιο του 2016 περιλαμβάνει κρίσιμες τοπικές εκλογές σε μεγάλες πόλεις, όπως η Ρώμη, το Μιλάνο και η Νάπολη.
Το μάθημα της επταετίας
Ανεξαρτήτως κινήτρων, η διαπίστωση του Ιταλού πρωθυπουργού διατηρεί την αξία της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να συζητούν στο διηνεκές κατά πόσο ο αυστηρός γερμανικός νεοφιλελευθερισμός (Ordoliberalismus) μπορεί να σταθεροποιήσει ή όχι μια προβληματική οικονομία. Εκεί που δεν χωράει αμφιβολία, όμως, είναι ότι αυτή η οικονομική φιλοσοφία αποδεικνύεται πολύ ικανή στο να αποσταθεροποιήσει εκ θεμελίων το πολιτικό σύστημα των χωρών που την εφαρμόζουν. Η δρακόντεια λιτότητα αναδεύεται ως αβυσσαλέα Μέδουσα που «καταπίνει» πρωθυπουργούς. Αυτό είναι το μάθημα των επτά τελευταίων χρόνων από την έναρξη της μεγάλης κρίσης του 2008: Μπράουν, Σαρκοζί, Μπερλουσκόνι, Θαπατέρο, Παπανδρέου, Σαμαράς, Κοέλιο είδαν την κόκκινη κάρτα από το εκλογικό σώμα. Ο Μαριάνο Ραχόι είναι πολύ πιθανόν να τους ακολουθήσει.
Οι βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής αποτέλεσαν σημείο καμπής στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ισπανίας. Τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν επί τέσσερις δεκαετίες μετά το τέλος της εποχής Φράνκο, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και οι Σοσιαλιστές, είδαν το άθροισμα των ποσοστών τους να κατακρημνίζεται από τα συνήθη επίπεδα του 80% ή και 85%, στο 50%. Από τη φθορά τους ευνοήθηκαν τα δύο νεοπαγή κόμματα που ξιφουλκούν, από διαφορετικές αφετηρίες, «εναντίον των πολιτικών ελίτ», οι κεντρώοι Ciudadanos (τέταρτο κόμμα με 14%) και κυρίως το αριστερό Podemos (τρίτο κόμμα με 21%).
Βεβαίως ο Ραχόι, ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος, θα ήθελε να ελπίζει ότι θα σχηματίσει, έστω και με μόλις το 29% των ψήφων, κυβέρνηση μειοψηφίας, στην περίπτωση που οι Σοσιαλιστές και οι Ciudadanos απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Ηδη ο ηγέτης των απολύτως συστημικών Ciudadanos, Αλμπερτ Ριβέρα, προσφέρθηκε να τον διευκολύνει.
Για τον νεαρό ηγέτη των Σοσιαλιστών, Πέδρο Σάντσες, όμως, μια ανάλογη στάση θα ισοδυναμούσε με πολιτικό χαρακίρι. Η Ισπανία δεν είναι Γερμανία, μια χώρα όπου ένας «μεγάλος συνασπισμός» Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς θεωρείται κάτι το φυσιολογικό. Είναι μια χώρα όπου η αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς χαράχτηκε στο κοινωνικό σώμα με το πυρωμένο σίδερο του εμφυλίου πολέμου και όπου ο μισός πληθυσμός θεωρεί το Λαϊκό Κόμμα του Ραχόι συνέχεια της παράταξης του Φράνκο. Ενδεχόμενη σύμπραξη του Σάντσες με τον Ραχόι θα σημάνει, πιθανότατα, ότι οι Ισπανοί Σοσιαλιστές θα έχουν την τύχη του βενιζελικού ΠΑΣΟΚ και ότι το Podemos θα αναδειχθεί στον βασικό κορμό της αντιπολίτευσης, με προοπτική εξουσίας στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που μάλλον δεν θα αργήσει, ούτως ή άλλως.
Το εναλλακτικό σενάριο
Αμφίβολο εμφανίζεται, ωστόσο, και το εναλλακτικό σενάριο μιας λύσης «α λα Πορτογαλία»: του σχηματισμού, δηλαδή, κυβέρνησης από το δεύτερο, Σοσιαλιστικό, κόμμα, με στήριξη από το Podemos και την Ενωμένη Αριστερά, κορμός της οποίας είναι το Κ.Κ. Ισπανίας. Το πρόβλημα είναι ότι, σε αντίθεση με την Πορτογαλία, εδώ οι αριθμοί δεν βγαίνουν. Για την εξασφάλιση της δεδηλωμένης θα χρειαστεί η σύμπραξη είτε των Ciudadanos –κάτι πολύ αμφίβολο λόγω μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών– είτε αριστερών, αυτονομιστικών κομμάτων από την Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων. Αλλά η δεύτερη αυτή εκδοχή είναι πολύ ακανθώδης για τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι, σε αντίθεση με το Podemos, αρνούνται μέχρι στιγμής να δώσουν τη δυνατότητα στους Καταλανούς να αποφασίσουν για την ανεξαρτησία ή όχι της περιοχής τους με δημοψήφισμα.
Ο βετεράνος σοσιαλιστής Φελίπε Γκονσάλες, πρωθυπουργός επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου και Φρανσουά Μιτεράν, δήλωσε ότι η Ισπανία κινδυνεύει να μπει σε τροχιά «ιταλοποίησης, χωρίς Ιταλούς για να τη διαχειριστούν». Αναφερόταν στις πέντε πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όπου η Ιταλία άλλαζε κυβέρνηση κάθε έξι μήνες ή ένα χρόνο, με εναλλασσόμενους βραχύβιους συνασπισμούς κομμάτων. Μόνο που η Ισπανία δεν γνώρισε ποτέ από κυβέρνηση συνασπισμού μετά τον εμφύλιο.
Η παλιά τάξη πραγμάτων καταρρέει, αλλά καμία καινούργια δεν φαίνεται έτοιμη να πάρει τη θέση της. Ακόμη και αν σχηματιστεί μια κυβέρνηση Σοσιαλιστών – Αριστεράς και άλλων συμμάχων, θα βρισκόμαστε πολύ μακριά από την έλευση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού παραδείγματος. Αλλωστε η περί τον –επικοινωνιακά χαρισματικό– Πάμπλο Ιγκλέσιας ηγεσία του Podemos έβαλε πολύ νερό στο κρασί της τον τελευταίο χρόνο. Εθαψε στο συρτάρι στόχους όπως η στάση πληρωμών για μερική διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα και το 35ωρο, ενώ σταμάτησε κάθε συζήτηση περί εξόδου από το ΝΑΤΟ.
Δύο ταχύτητες
Αλλά και η κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία, προτού αναλάβει τα καθήκοντά της, έδωσε εγγυήσεις στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο ότι θα σεβαστεί τις αυστηρές δημοσιονομικές προβλέψεις του συμφώνου σταθερότητας. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα δεν δείχνει ότι η Γερμανία και οι σύμμαχοί της είναι διατεθειμένοι να μετριάσουν τις απαιτήσεις τους έναντι των ανήσυχων μεσογειακών εταίρων τους. Το αντίθετο είναι πιθανότερο: να σφίξουν περισσότερο τη βίδα στις πιο προβληματικές οικονομίες της Ευρωζώνης για να αποτρέψουν χαλάρωση της λιτότητας, όχι μόνο σε μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, αλλά και σε μεγάλες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία – κάτι που θα σήμαινε το τέλος του συμφώνου σταθερότητας.
Παρά τις ρητορικές εκκλήσεις των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών προς αυτή την κατεύθυνση, η Αγκελα Μέρκελ δεν δείχνει καμία διάθεση για αλλαγή πολιτικής. Αλλωστε, η πίεση που δέχεται από τους εκλογείς της είναι σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Αν στον ευρωπαϊκό Νότο η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας ευνοεί –επί του παρόντος και μόνο ως ένα σημείο– αριστερά, ριζοσπαστικά ρεύματα, στις χώρες του Βορρά τροφοδοτεί τον δεξιό, εθνικιστικό λαϊκισμό εκείνων που αγανακτούν όχι μόνο με τους πρόσφυγες, αλλά και με τη διασπάθιση των χρημάτων τους σε ατελέσφορα δάνεια προς τους «τεμπέληδες» της Μεσογείου.
Με δύο λόγια, εάν η Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων αποτελεί, μέχρι τώρα, μόνο σχέδιο επί χάρτου στο γραφείο του κ. Σόιμπλε, η πολιτική Ευρώπη των δύο ταχυτήτων είναι ήδη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, που μάλλον δεν διαγράφεται ευοίωνη.
Πηγή: www.kathimerini.gr