Γράφει η Σπυριδούλα Βαλασιάδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιώς
Στις 21 Οκτωβρίου του 2015 έλαβε χώρα η πρώτη επίσημη επίσκεψη Κινέζου Προέδρου εδώ και 10 χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι συναντήσεις του Προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Γηραιάς Αλβιώνας πρόκειται να αποτελέσουν εφαλτήριο μίας νέας και πιο ισχυρής σχέσης μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Κίνας, στα πλαίσια της οποίας θα συναφθούν πληθώρα οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών. Η αρχή έγινε ήδη με την υπογραφή μιας συμφωνίας που προβλέπει την χρηματοδότηση ενός πυρηνικού ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού στη νοτιοδυτική Αγγλία ύψους 18 δισεκατομμυρίων λιρών, ενώ συγχρόνως υπεγράφη τεράστιος αριθμός συμβολαίων, το συνολικό ύψος των οποίων κυμαίνεται στα 40 δισεκατομμύρια λίρες (ήτοι περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ). Μέσα σε αυτή την δεκαετία έχουν αλλάξει τα δεδομένα και ο ανατολικός δράκος έχει αναδειχθεί στη δεύτερη πιο ισχυρή οικονομική δύναμη παγκοσμίως. Με ΑΕΠ άνω των 9 τρισ. δολαρίων και μια εσωτερική αγορά με περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο καταναλωτές, είναι επόμενο η βρετανική κυβέρνηση να έχει θέσει φιλόδοξους στόχους ως προς τις εμπορικές συναλλαγές της με αυτή την χώρα.
Αξιοσημείωτο θεωρείται το γεγονός ότι επιφανείς διεθνολόγοι και οικονομολόγοι εκτιμούν πως μέχρι το 2020 η Κίνα θα αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη αφήνοντας πίσω της την φιλελεύθερη Αμερική. Η παραπάνω άποψη δεν συνιστά απλώς μία εκτίμηση αλλά μάλλον ένα επιστημονικά βάσιμο συμπέρασμα που συνήχθη έπειτα από μελέτη. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας είναι υψηλός φτάνοντας το 2011 το 9,2%, ρυθμός ο οποίος είναι σταθερός από το 1978 με μέσο όρο 8%, οπότε η οικονομία απελευθερώθηκε και η ανεργία άρχισε να μειώνεται -ποσοστά τα οποία διαγράφουν ένα ευοίωνο μέλλον για την χώρα. Παρά ταύτα όμως, μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχιας, αφού το 47% του ΑΕΠ προέρχεται από τη βιομηχανία, το 43% από τις υπηρεσίες και μόλις το 10% από τη γεωργική παραγωγή. Χαρακτηρίζεται, επομένως, κατά βάση από μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η οποία στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των ακινήτων, αποτελώντας ένα από τα κορυφαία παραδείγματα κρατικού καπιταλισμού με μονοκομματική διακυβέρνηση. Από την Κίνα του Κομφουκιανισμού και του Ταοϊσμού μέχρι την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας , η χώρα αυτή διήλθε από πολλές δυναστείες και εσωτερικές διενέξεις για να φτάσει σήμερα- εν έτη 2015- να κατακλύζει με τα προϊόντα της την παγκόσμια αγορά, να «σαγηνεύει» τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις με τις συνεργατικές συνθήκες που διαμορφώνει και να δημιουργεί προοπτικές όχι μίας απλής άνθησης της Ανατολής αλλά και τοποθέτησής της στη πρώτη θέση.
Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη έχει καθοριστεί από τους δύο ακόλουθους παράγοντες : κατά πρώτον, λόγω της πολύ μεγάλης επένδυσης κεφαλαίων, η οποία χρηματοδοτήθηκε τόσο από τα μεγάλα εγχώρια αποθέματα όσο και από τις ξένες επενδύσεις, και κατά δεύτερον λόγω της ταχείας αύξησης της παραγωγικότητας. Από κοινού με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 1978 (Ντενγκ Σιαοπίνγκ) οι παραπάνω παράγοντες έδρασαν ως καταλύτες στην πραγματοποίηση του κινεζικού «οικονομικού θαύματος». Η αύξηση στον παραγωγικό τομέα προκλήθηκε κυρίως από την ανακατανομή των πόρων σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες, όπως η βιομηχανία, το εμπόριο και οι υπηρεσίες. Οι γεωργικές μεταρρυθμίσεις αποδέσμευσαν και ώθησαν εκατομμύρια εργαζόμενους προς τους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Η αποκέντρωση της κινεζικής οικονομίας οδήγησε στην άνοδο των μη κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες στράφηκαν προς πιο παραγωγικές δραστηριότητες. Επιπρόσθετα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις εισήγαγαν αφενός νέα τεχνολογία και αφετέρου τις ενδεικνυόμενες διαδικασίες οι οποίες γενικά ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα της οικονομίας της.
Η αύξηση του οικονοµικού µεγέθους της χώρας της δίνει επίσης τη δυνατότητα να εκσυγχρονιστεί στρατιωτικά, αυξάνοντας έτσι και τον πολιτικό της ρόλο σε θέµατα περιφερειακής ειρήνης και ασφάλειας -είναι άλλωστε η µοναδική χώρα που µπορεί να ασκήσει θετική πολιτική πίεση προς την πυρηνικά εξοπλισµένη Βόρεια Κορέα. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει πολλά στην οικονοµική και πολιτική σταθερότητα της Ασίας, ήπειρο στην οποία η Κίνα κατέχει καθοριστικό ρόλο. Από τα στενά της Μαλάκκα στη Νοτιοανατολική Ασία περνά σχεδόν το 50% του παγκόσµιου εµπορίου και µια ένταση στην περιοχή της Ασίας μπορεί να προκαλέσει ακόμη και την κατάρρευση του παγκοσμίου οικονοµικού συστήµατος.
Η Κίνα ,έχοντας θέσει ως σκοπό την εδραίωσή της ως Μεγάλη Δύναμη, έχει αποδοθεί σε έναν αγώνα ενεργής συμμετοχής στην διεθνή πολιτική σκηνή. Εκτός από τη µόνιµη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών, µετέχει ως µέλος σε σηµαντικούς διεθνείς και περιφερειακούς οργανισµούς. Εργάζεται συστηµατικά για να εκτοπίσει σταδιακά την οικονομική επιρροή της Ιαπωνίας στην περιοχή αλλά και για να εξισορροπήσει ή ακόµα και να υποκαταστήσει την πολιτική επιρροή της Αμερικής. Στα πλαίσια αυτού του σκοπού χτίζει διαρκώς νέες γέφυρες µε τις χώρες που βρίσκονται στον περίγυρο της διαµορφώνοντας νέες ισορροπίες. Τέλος, η µεγάλη οικονοµική της ανάπτυξη, έχει αναγάγει την Κίνα σε πολύ σηµαντικό διαµορφωτή πολιτικής σε προβλήµατα μείζονος σημασίας -κυρίως σε θέµατα δηµόσιας υγείας (π.χ. γρίπη των πτηνών) και προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. έκλυση διοξειδίου του άνθρακα, φαινόµενο του θερµοκηπίου- Πρωτόκολλο του Κιότο)- και την έχει καταστήσει αξιόλογο συνοµιλητή σε σηµαντικά διεθνή ζητήµατα όπως αυτά των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, της τροµοκρατίας, της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων κ.λ.π. Οι διπλωµατικές κινήσεις της Κίνας πάντως έχουν προκαλέσει ερωτήµατα, τόσο στην Ασία όσο και στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, για το ποια πραγµατικά είναι η φύση της πολυµετωπικής της ανέλιξης.
Η οικονοµική ανέλιξη της Κίνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες επέφερε θεαµατικές αλλαγές: από µία αναπτυσσόµενη χώρα που αναλώνεται σε εσωτερικά θέµατα µετασχηματίστηκε σε μία χώρα εξωστρεφή, που χρησιµοποιεί τη δυναµική της για την προώθηση των πολιτικών της συµφερόντων. Οι αναλυτές που µελετούν την εξελικτική πορεία της Κίνας περιγράφουν δύο διαφορετικές εκδοχές για το μέλλον της. Η µία πρεσβεύει πως η χώρα θα συνεχίσει απρόσκοπτα την ανοδική της πορεία και πως, µέσω της οικονοµικής της ανάπτυξης και του πληθυσµιακού της βάρους, θα καταστεί πρώτη δύναμη. Σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανικού Συμβουλίου Πληροφοριών (National Intelligence Council – NIC) για τις παγκόσμιες τάσεις που θα επικρατήσουν το 2030, η Κίνα αναμένεται να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο. Απεναντίας άλλοι αναφερόμενοι σε πιο µετριοπαθείς εκτιµήσεις, προβλέπουν πως οι υπάρχουσες συνθήκες θα «δαμάσουν τον κόκκινο δράκο» καθιστώντας τον µέρος ενός πολυπολικού συστήµατος ισορροπιών. Οι μελλοντικές διεθνείς εξελίξεις θα δείξουν ποια από τις δύο σχολές σκέψης θα αποδειχθεί η σωστή.