Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου & Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Η εξωτερική πολιτική ως μία θεσμικά καθορισμένη διαδικασία συνίσταται στην πέραν της εδαφικής κυριαρχίας του κράτους δημοσία –κατά κύριο λόγο– πολιτική με αντικειμενικό σκοπό την προάσπιση αυτού που προσδιορίστηκε από την πρακτική και εννοιολόγησε η επιστήμη –κατά βάση των Διεθνών Σχέσεων– ως εθνικό συμφέρον. Η ανάλυση εξωτερικής πολιτικής, ως αντικείμενο που θεραπεύεται από την επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων, σκοπό έχει να αναδείξει τους διαμορφωτικούς παράγοντες και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, να διατυπώσει όπου είναι εφικτό τις αιτιώδεις σχέσεις και εν τέλει να καταδείξει τυπολογίες, παρέχοντας σε όλους όσοι ασχολούνται ή εμπλέκονται με τα αναλυτικά και ερμηνευτικά εργαλεία ώστε να γίνει κατανοητή η συμπεριφορά των κρατών σε διμερές, πολυμερές και διεθνές επίπεδο.
Το οutsourcing (εξωτερική ανάθεση) ως επιχειρηματική πρακτική έγκειται στην απόφαση μιας εταιρείας να εκχωρήσει σε άλλη/ες την εκτέλεση εργασιών, μέρος των αναγκαίων λειτουργιών της καθώς και την παροχή υπηρεσιών αντ’ αυτής. Η βέλτιστη κατανομή πόρων, η μείωση του κόστους και η ταχύτερη παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών αποτελούν τους παράγοντες που οδήγησαν τις εταιρείες στην υιοθέτηση πρακτικών outsourcing. Η συσχέτιση μίας κρατικής πολιτικής –εξωτερική– με μία επιχειρηματική πρακτική –outsourcing– εκ πρώτης όψεως φαίνεται από άσχετη ως δυσδιάκριτη, κι έτσι είναι ή έτσι οφείλει να είναι.
Τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά την χάραξη και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. παρατηρείται το εξής φαινόμενο, διμερή μας ζητήματα προσπαθούμε να τα αναγάγουμε σε πολυμερή και να τα επιλύσουμε (μας τα επιλύσουν;) στο αντίστοιχο επίπεδο, με πενιχρά έως σήμερα αποτελέσματα. Πέραν της ορθής –υπό προϋποθέσεις–, μακροχρόνιας αλλά και ατελέσφορης προσπάθειάς μας να ενσωματώσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της ΕΕ, μία σειρά ζητημάτων δημιουργούν την αίσθηση –μακάρι να λανθάνω – ότι η προαναφερθείσα υπόμνηση τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά εμπεδωμένης πρακτικής. Όταν το Ιούλιο του 2020 η τουρκική ηγεσία αποφάσισε να επαναλειτουργήσει την Αγ. Σοφία Κωνσταντινουπόλεως ως τζαμί αποφανθήκαμε ότι δεν συνιστά ένα διμερές ζήτημα –αυτό αποδείχθηκε και στη συνέχεια από την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων– αλλά αφορά: «και τις σχέσεις της [Τουρκίας] με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Unesco και την παγκόσμια κοινότητα συνολικά». Είναι περιττό να αναφέρουμε πόσο εν τέλει επηρεάστηκαν(sic) από το εν λόγω –επώδυνο για τον ελληνισμό– γεγονός οι διμερείς, οι ευρωτουρκικές και πόσο «καταλυτική» ήταν η παρέμβαση, μέσω της Unesco, της διεθνούς κοινότητας και κυρίως ποιο ήταν το ουσιαστικό αποτέλεσμα της ομοθυμαδόν(;) καταδίκης του.
Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση της υπόθεσης Μπελέρη, τον Μάιο του 2023 δύο ημέρες πριν τις δημοτικές εκλογές στη Χειμάρρα. συλλαμβάνεται από τις αλβανικές αρχές ο Φρέντι Μπελέρης και ο οποίος παραμένει έως και σήμερα φυλακισμένος, έχοντας καταδικαστεί για δωροδοκία. Η κυβερνητική επωδός ήταν παρόμοια: «το ζήτημα του Φρέντι Μπελέρη δεν είναι διμερές, είναι ευρωπαϊκό». Εν γένει στις ελληνοαλβανικές σχέσεις παρατηρείται το έξης φαινόμενο η ελληνική πλευρά αδυνατεί να επιλύσει παλαιότερα και πιο πρόσφατα διμερή ζητήματα, αναπαράγοντας το αφήγημα ότι αυτό θα γίνει εν τέλει εφικτό μέσω της πορείας ένταξης της γειτονικής χώρας στην ΕΕ. Είναι γεγονός ότι η ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ δεν επέφερε κάποιο απτό αποτέλεσμα σε διμερές επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, ακόμη προσπαθούμε να πείσουμε την συμμαχική Αλβανία να προσφύγουμε για το ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο.
Συναφώς, ένας ιδιόμορφος «στρατηγικός αναχωρητισμός» –αδόκιμος ως όρος αλλά περιγραφικά ίσως χρήσιμος – παρατηρείται και στο Κυπριακό Ζήτημα. Η Ελλάδα έχει αποσυνδέσει το κυπριακό από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο κι αν κάποιοι – σαφώς λιγότεροι απ’ ό,τι στο παρελθόν– διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους περί του αντιθέτου και δυσκολεύονται να καταλάβουν πως όσο η τουρκική αδιαλλαξία στο κυπριακό επιδαψιλεύεται με συμφωνίες –έστω και σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής– στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τόσο αυτή θα αυξάνεται κι όχι το αντίθετο. Η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του ΟΗΕ και παραμένει στάσιμη λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας, η ΕΕ διατηρεί το status του παρατηρητή ενώ συζητείται η πολιτειακή μετεξέλιξη ενός κράτους-μέλους της –το λογικό (θα) είναι Ελλάδα και Κύπρος να αξιώνουν την αναβάθμιση της ΕΕ σε έκτο μέρος της διαπραγμάτευσης– και τέλος η Ελλάδα παρίσταται διακριτικά.
Συγκαιρινά και επ’ αφορμή την επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, διαφαίνεται η τάση αποκοπής του τουρκικού αναθεωρητισμού από τις διμερείς σχέσεις! Ενώ η Τουρκία δεν έχει διαφοροποιηθεί ούτε κατά κεραία από τις στοχεύσεις της στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική κυβέρνηση επενδύει στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής –προφανώς(sic) το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Αγ. Σοφίας ως τζαμί δεν εμπίπτει ούτε σ’ αυτό το επίπεδο– ως το κύριο πεδίο εστίασης των διμερών μας σχέσεων. Ακροθιγώς, ενώ η πρακτική και η θεωρία μας επισημαίνουν πως τα κράτη όχι μόνο προσδιορίζουν αλλά και ιεραρχούν τα εθνικά τους συμφέροντα, πολλώ δε μάλλον στην παρούσα συγκυρία που το διεθνές σύστημα έχει εισέλθει σε φάση εντονότερων ανταγωνισμών που εκ των πράγματων ωθεί τα κράτη σε πιο αυστηρό επανακαθορισμό των συμφερόντων ασφαλείας τους. Παρά ταύτα, η Ελλάδα ακολουθεί μία αντίρροπη και ξεπερασμένη από τα γεγονότα και μη επιβεβαιωμένη σε διμερές επίπεδο στάση προς τη Τουρκία, βάσει της οποίας η οικονομία θα επιλύσει εν τέλει και τα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής σφαίρας στο πεδίο των διμερών σχέσεων.
Η πρόσφατη ελληνική πρωτοβουλία να οριοθετήσει η χώρα μας δύο θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος, απαντήθηκε από την Τουρκία δίχως περιστολές: «Με την ευκαιρία αυτή επαναλαμβάνουμε ότι δεν θα αποδεχθούμε οποιεσδήποτε de facto καταστάσεις που μπορεί να δημιουργήσει η Ελλάδα σε γεωγραφικούς σχηματισμούς με αμφισβητούμενο καθεστώς». Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στην απάντησή του επισήμανε ότι: «η ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών πολιτικοποιεί ένα αμιγώς περιβαλλοντικό ζήτημα». Αλήθεια έχουν εντοπίσει οι αρμόδιοι προάγοντες κάποιο ζήτημα διμερές, πολυμερές ή διεθνές στο όποιο η Τουρκία εμπλέκεται ή επιθυμεί να εμπλακεί που δεν το πολιτικοποίει και ξαφνίστηκαν με το συγκεκριμένο; Η οικουμενική διάσταση την οποία προσπαθεί να αναδείξει η ελληνική πλευρά για να αιτιολογήσει την απόφασή της: «Η οικουμενική πρόκληση της προστασίας του περιβάλλοντος θα έπρεπε να ευαισθητοποιεί τις κυβερνήσεις» μάλλον δεν συγκινεί ιδιαίτερα την τουρκική. Ίσως να εντάσσεσαι η ελληνική απόπειρα οριοθέτησης θαλασσίων πάρκων στην προαναφερθείσα τάση μετάστασης των ζητημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε πολυμερές, διεθνές και στην συγκεκριμένη περίπτωση σε οικουμενικό επίπεδο, όπως αναφέρεται στην ελληνική απάντηση. Δεν είναι το Οικολογικό Ζήτημα, που όντως έχει οικουμενική διάσταση, και οι πολύ σημαντικές κανονιστικές του ρυθμίσεις που θα επιλύσουν το πρόβλημα του τουρκικού αναθεωρητισμού, αντικαθιστώντας τις υπαρξιακά αναγκαίες στρατηγικές επιλογές.
*Στα συμπεράσματα του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναπαράγονται οι προγενέστερες αποφάσεις του βάσει των ανακοινώσεων του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Επί της ουσίας, ουδέν νεότερο σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος. Όσον αφορά την τουρκική ρητορική των τελευταίων ημερών αυτή προφανώς απάδει από την «εποικοδομητική δέσμευση της Τουρκίας» που προσδιορίζεται στην κοινή ανακοίνωση, ταυτόχρονα δεν εγγράφεται κι ως πιθανή προοπτική να καταστούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις προσδιοριστικές των ευρωτουρκικών.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (18/04/2024)