Alexandridou

To Ζήτημα της Ονομασίας της ΠΓΔΜ

Posted on Posted in Αναλύσεις, Βαλκάνια & Ανατ.Μεσόγειος, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική

Γράφει η Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ

Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ έχει ταλαιπωρήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική για πάνω από δύο δεκαετίες, ενώ και οι δύο πλευρές έχουν χάσει πολλές ευκαιρίες για ευνοϊκή επίλυση του ζητήματος. Ποιες είναι όμως οι προοπτικές επίλυσής του σήμερα, μετά και από το τελευταίο επεισόδιο της διαμάχης των δύο χωρών ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου; Για να καταλήξουμε σε αποτελεσματικούς τρόπους απεγκλωβισμού από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να γίνει μία αναθεώρηση του ζητήματος στον 21ο αιώνα και να επαναπροσδιοριστούν οι απειλές που αυτό ενέχει, καθώς πρόκειται για ένα χρονίζον πρόβλημα, η μορφή του οποίου έχει αλλάξει από την εμφάνισή του το 1991.
Αρχικά, είναι κοινά αποδεκτό ότι το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Όταν η ΠΓΔΜ πρωτοεμφανίστηκε σαν ανεξάρτητο κράτος, το γεγονός αυτό συνέπεσε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με πολεμικές συγκρούσεις και με γενικότερο αναβρασμό και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Ήταν λογικό, λοιπόν, η Ελλάδα να θορυβηθεί από την ύπαρξη ενός κράτους με ονομασία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αλυτρωτικούς σκοπούς εναντίον της. Σήμερα όμως μία σειρά παραγόντων έχουν εξαλείψει αυτή την πιθανότητα. Από τη μία η ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων έχει περάσει σε μία περίοδο σχετικής ηρεμίας, διάρκειας πάνω από δέκα χρόνια μέχρι τώρα, όχι τόσο λόγω της εξάλειψης του εθνικισμού και των επιδιώξεων ανεξαρτητοποίησης ή προσάρτησης άλλων εδαφών, αλλά λόγω της ευρωπαϊκής προοπτικής των βαλκανικών χωρών, η οποία αποκλείει τέτοιες συμπεριφορές. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, η ευρωατλαντική φιλοδοξία της οποίας έχει απομακρύνει τους μεγαλοϊδεατισμούς. Παράλληλα, έχουν δοθεί και οι κατάλληλες συνταγματικές διαβεβαιώσεις ότι η χώρα δεν εγείρει εδαφικές αξιώσεις εναντίον των γειτόνων της.
Έτσι, εν έτη 2016 το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ αποτελεί πλέον πρόβλημα σύγχυσης εθνικών ταυτοτήτων και ιστορικής κληρονομιάς και όχι πρόβλημα εδαφικής ακεραιότητας. Από τη μία υπάρχει το εθνογενετικό δόγμα των εθνικιστών πολιτικών της νέας γενιάς της ΠΓΔΜ που επιχειρεί να σλαβοποιήσει όλη την επικράτεια της ελληνικής Μακεδονίας μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και του διαδικτύου με την πολιτική της αρχαιοποίησης, δηλαδή της αναζήτησης των ριζών των κατοίκων της ΠΓΔΜ στους αρχαίους Μακεδόνες. Η οικειοποίηση της ιστορίας δεν αφορά μόνο σε ζητήματα εθνότητας, γλώσσας, πολιτισμού και ιστορικών ηρώων, αλλά έχει και πιο ουσιώδεις υπαρξιακές προεκτάσεις. Η σύγχυση των ταυτοτήτων αφορά τόσο στην ταυτότητα του εδάφους της Μακεδονίας, που απλώνεται σε τέσσερα κράτη, αλλά μονοπωλείται μόνο από ένα- και μάλιστα όχι από αυτό στο οποίο περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο κομμάτι της-, στην ταυτότητα των κατοίκων των περιοχών της Μακεδονίας των χωρών αυτών, που όλοι ταυτίζονται με τους κατοίκους της ΠΓΔΜ, και στην ταυτότητα των προϊόντων των εν λόγω περιοχών με προφανή σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων.
Μπροστά λοιπόν στις σημερινές προκλήσεις του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ, η Ελλάδα έχει ακόμη περιθώριο να πετύχει μια συμφέρουσα συμφωνία. Αρχικά, θα μπορούσε να καταγγείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, σύμφωνα με το Άρθρο 23(2) της τελευταίας, και μέσα στους 12 μήνες που θα μεσολαβήσουν από την καταγγελία μέχρι τη λήξη ισχύος της συμφωνίας να επιδιώξει αντικατάστασή της από την οριστική. Ως προς το συμφωνηθέν όνομα, αυτό θα πρέπει να ορίζει το χώρο μέσα στον οποίο ασκεί κυριαρχία το κράτος της ΠΓΔΜ και/ή την εθνική υπόσταση των κατοίκων του και να έχει διεθνή ισχύ. Δεδομένου όμως ότι η εθνική σύσταση της ΠΓΔΜ δεν είναι συμπαγής, μάλλον ο πρώτος προσδιορισμός είναι πιο πιθανός. Βέβαια, οφείλει να γίνει σεβαστό ότι στο εσωτερικό της η ΠΓΔΜ θα μπορεί να αποκαλείται όπως θέλει, το όνομα αυτό ωστόσο δε θα μπορεί να έχει διεθνή έννομα αποτελέσματα. Όσον αφορά στην πρόθεση της ΠΓΔΜ περί αποδοχής της όποιας συμφωνίας βάση δημοψηφίσματος, αυτό αποτελεί περισσότερο μοχλό διαπραγματευτικής πίεσης, ώστε η συμφωνία να είναι συμβατή με τις θέσεις της προκειμένου να ψηφιστεί από το λαό, παρά προσπάθεια της κυβέρνησης να αποποιηθεί τις ευθύνες του όποιου συμβιβασμού. Για το λόγο αυτό θα έπρεπε και η Ελλάδα να υιοθετήσει την ίδια μέθοδο αποδοχής της συμφωνίας αν η ΠΓΔΜ προβεί όντως σε δημοψήφισμα, ώστε να ασκήσει ανάλογη διαπραγματευτική πίεση και η ίδια.
Το σημαντικότερο όμως που θα πρέπει να ρυθμίζεται από τη νέα συμφωνία, πέρα από το όνομα της ΠΓΔΜ, είναι τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Αρχικά, η υπηκοότητα των κατοίκων της ΠΓΔΜ θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το νέο όνομα του κράτους. Έπειτα τα ζητήματα της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς των δύο χωρών οφείλουν να συμπεριληφθούν στη νέα συμφωνία και να καθοριστεί σαφώς το ιστορικό παρελθόν της Βαλκανικής, ώστε να αποκλείεται η υφαρπαγή του από το ένα ή το άλλο κράτος. Αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και από ρητές δεσμεύσεις της ΠΓΔΜ ότι θα σταματήσει να οικειοποιείται την ελληνική ιστορία. Ακόμη, τα παράγωγα επίθετα του νέου ονόματος της ΠΓΔΜ που αναφέρονται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και ιστορικής ζωής της χώρας οφείλουν επίσης να διασαφηνιστούν ώστε να μη συγχέονται με τα ελληνικά. Με τους παραπάνω τρόπους η Ελλάδα θα καταφέρει να απεμπλέξει το συσχετισμό των αρχαίων Μακεδόνων με τους σύγχρονους κατοίκους της ΠΓΔΜ, ενώ θα προστατεύσει και την ονομασία προέλευσης των ελληνικών μακεδονικών προϊόντων. Τέλος, η νέα συμφωνία θα πρέπει να επικυρωθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της τόσο από τα δύο εμπλεκόμενα κράτη όσο και από τις χώρες που έχουν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα.
Επειδή ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει άρδην η ονομασία που η ΠΓΔΜ χρησιμοποιεί διεθνώς τόσα χρόνια, δεδομένου και ότι το προσωρινό όνομα της στον ΟΗΕ περιέχει τον όρο «Μακεδονία», η βασική επιδίωξη της Ελλάδας δεν θα έπρεπε να είναι τόσο η ονομασία του κράτους της ΠΓΔΜ, όσο τα ζητήματα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν περιφερειακά, όπως η παραχάραξη της ιστορίας της περιοχής και η υφαρπαγή της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς με το παράλληλο οικονομικό κόστος που αυτό έχει για την Ελλάδα. Αν αυτά τα καίρια ζητήματα αποσαφηνιστούν οριστικά, αν δηλαδή η ΠΓΔΜ αφ’ ενός δεσμευτεί με επίσημη συνθήκη ότι αποτάσσεται το εθνογενετικό της δόγμα μέσω σχολικών εγχειριδίων και χαρτών, ότι δηλαδή οι υπήκοοι της δεν προέρχονται από τους Αρχαίους Μακεδόνες, συνεπώς δεν έχουν δικαιώματα στην αρχαία ελληνική ιστορία και πολιτισμό, αν παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα, και αν αφ’ ετέρου ερμηνεύσει ρητώς το σύνταγμά της με τρόπο που να αποκλείει κάθε περίπτωση εδαφικών διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας, τότε η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται οποιοδήποτε όνομα και αν χρησιμοποιεί η ΠΓΔΜ.
Άλλωστε οι λέξεις είναι γλωσσικά σημεία που δεν έχουν νόημα από μόνα τους, αλλά αποκτούν το νόημα που τους δίνουμε. Η υπόσταση δηλαδή της ΠΓΔΜ δεν θα αλλάξει όποιο όνομα και αν αυτή χρησιμοποιεί. Οι εδαφικές και άλλες επιβουλές που τυχόν έχει έναντι της Ελλάδας δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν με όποια αλλαγή του ονόματος της χώρας, αλλά μόνο με ουσιαστική αλλαγή των επιδιώξεών της. Αυτό οφείλει να το αναγνωρίσει και η ίδια η ΠΓΔΜ και να μη θεωρήσει τις δεσμεύσεις της προς την Ελλάδα ως υποχώρηση, αλλά ως ένα καίριο βήμα προς την ευρωατλαντική της πορεία και τον εκσυγχρονισμό. Και οι δύο χώρες θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από τις εθνικιστικές εξάρσεις και να επαναπροσδιορίσουν τους εθνικούς τους στόχους. Για την μεν ΠΓΔΜ, αυτό σημαίνει ένα μέλλον εντός των ευρωατλαντικών θεσμών, όπου τα δικαιώματα όλων των εθνοτήτων που απαρτίζουν τη χώρα θα είναι κατοχυρωμένα και όπου η χώρα θα μπορεί να απολαύσει τον εκδημοκρατισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Για τη δε Ελλάδα, αυτό σημαίνει σταθερότητα και ευημερία στα σύνορά της, και δυνατότητα απρόσκοπτης ενασχόλησης με τα τωρινά σημαντικά εσωτερικά της προβλήματα.
Η ονομασία αυτή καθ’ εαυτή της ΠΓΔΜ δεν είναι το πραγματικό θέμα που πρέπει να λυθεί, αλλά το όχημα πίσω από το οποίο κρύβεται η λύση των πραγματικών προβλημάτων με την ΠΓΔΜ. Αν λοιπόν η Ελλάδα καταφέρει να διευθετήσει προς όφελός της τα θέματα αυτά, ίσως θα έπρεπε να είναι πιο ανοιχτή στο ζήτημα της ονομασίας. Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση και με παγιωμένη την ονομασία που περιέχει τον όρο «Μακεδονία», οι δυνατότητες ελιγμού της Ελλάδας ως προς το όνομα είναι περιορισμένες. Ίσως λοιπόν η Ελλάδα να έπρεπε να παύσει να πιέζει ως προς το όνομα και να αρχίσει να πιέζει σε θέματα ταυτοτήτων, ώστε να πετύχει την συγκατάθεση της άλλης πλευράς παρουσιάζοντας τη δική της διαλλακτικότητα προς το όνομα ως το δικό της μερίδιο στο συμβιβασμό.

Bιβλιογραφία:

Καρακωστάνογλου, Β. (2009). Ο αλυτρωτισμός ως παράγων αστάθειας στα δυτικά Βαλκάνια. Στο Ματιές στο σύγχρονο τοπίο των Δυτικών Βαλκανίων. επιμ. Περράκης Στέλιος. Σιδέρης. Αθήνα.
Κωφός, Ε. (2012). Παρέμβαση στα πλαίσια της ομιλίας “Τα επόμενα βήματα της Ελλάδος με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα.
Μαλλιάς, Α. (2012). Παρέμβαση στα πλαίσια της ομιλίας “Τα επόμενα βήματα της Ελλάδος με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα.
Τζιαμπίρης, Α. (2003). Διεθνείς Σχέσεις και Μακεδονικό Ζήτημα. ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα.
Kofos, E. (2010). Prospects for resolving the name issue. NATO Parliamentary Assembly’s Rose-Roth Seminar, Skopje.
Kofos, E. (2009). “The Current Macedonian Issue between Athens and Skopje: Is there an Option for a Breakthrough?. ELIAMEP Thesis No. 3, www.eliamep.gr/en/publications/
Saussure, F. (1995). Cours de linguistique générale. Payot, Lausanne.
Tziampiris, A. (2000). Greece, European Political Cooperation and the Macedonian Question. Ashgate Press, Aldershot.