tragka

Η επιρροή του Ψυχρού Πολέμου στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις

Posted on Posted in Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική

Γράφει η Αλεξάνδρα Τράγκα, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ

 

Η Ευρώπη στον Ψυχρό Πόλεμο

Την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ευρώπη παρουσιάζει εικόνα πλήρους κατάπτωσης. Μπορεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας να μην έγινε το «μοίρασμα» του κόσμου, όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων καταλήγει στη διαίρεση μίας ηπείρου εντελώς εξουθενωμένης.

Φοβούμενες το σοβιετικό επεκτατισμό, οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες στρέφονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τους προσφέρουν οικονομική ενίσχυση με το σχέδιο Μάρσαλ και στρατιωτική προστασία με την υπογραφή του Βορειοτλαντικού Συμφώνου. Συγχρόνως, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονται υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού, μετατρέπονται από πολιτική και οικονομική άποψη σε δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης.

Με το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας (1950) εντείνεται ο ανταγωνισμός των δύο συνασπισμών. Στη Δύση η αντικομμουνιστική ψύχωση οδηγεί σε ένα «κυνήγι μαγισσών», ενώ το αντιαποικιακό κίνημα που έχει την υποστήριξη Σοβιετικών και Κινέζων, θεωρείται ως έκφραση της κομμουνιστικής επιθετικότητας.

Ο θάνατος του Στάλιν και η ειρήνευση στην Κορέα (1953) εγκαινιάζουν μία περίοδο «ξεπαγώματος» που ο Χρουστσώφ θα χαρακτηρίσει «ειρηνική συνύπαρξη». Οι Συμφωνίες της Γενεύης για την Ινδοκίνα (1954), η συμφιλίωση των Σοβιετικών με τον Τίτο, η αυστριακή συνθήκη (1955), οι συμφωνίες για το Σάαρ και την Τεργέστη μαρτυρούν την επανάληψη του διαλόγου και την απομάκρυνση της άμεσης πολεμικής απειλής.

Από τότε και για είκοσι χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η δυτική Ευρώπη γνωρίζει πρωτοφανή ανάπτυξη η οποία πραγματοποιείται σε περιβάλλον διεθνούς ηρεμίας. Παρ’ όλο που η καταστολή του «κομμουνισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» το καλοκαίρι του 1968, επιδείνωσε βραχυπρόθεσμα τις σχέσεις μεταξύ ανατολικού και δυτικού μπλοκ, η δεκαετία του 1970, υπήρξε περίοδος αποκλιμάκωσης της έντασης στις διπλωματικές σχέσεις (détente), η οποία χαρακτηρίστηκε από τις συμφιλιωτικές πρωτοβουλίες του Γερμανού καγκελαρίου Βίλι Μπραντ και την υπογραφή το 1975 των Συμφωνιών του Ελσίνκι από τη Σοβιετική Ένωση.

Αυτή η συμφιλιωτική διάθεση έγινε πιο αποδεκτή από τους Αμερικανούς όταν η αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πλέον πασιφανής, δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε ανέλαβε την εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Ο τελευταίος είχε επίσης συμφιλιωτική διάθεση, ενώ παράλληλα εισήγαγε πρόγραμμα μεγάλων μεταρρυθμίσεων στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας του. Οι μεταρρυθμίσεις του δεν στάθηκαν ικανές να διασώσουν τον κομμουνισμό στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε επισήμως το 1991.

 

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου

 

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, η αμοιβαία απεμπόληση κάθε εδαφικής διεκδίκησης από τους ηγέτες Ελευθέριο Βενιζέλο και Κεμάλ Ατατούρκ οδήγησε στην απόφαση των δύο χωρών να συμπήξουν μονιμότερους δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης. Ο θάνατος όμως του Κεμάλ, λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετέβαλε την αρχική αισιοδοξία. Η Τουρκία ακολούθησε καιροσκοπική πολιτική εναντίον των Ελλήνων που ζούσαν στα εδάφη της κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής και επέδειξε επεκτατικές βλέψεις σε βάρος του ελλαδικού εδαφικού χώρου.

Μεταπολεμικά, η ένταξη των δύο χωρών στο Δυτικό μπλοκ φάνηκε να μετριάζει τις επεκτατικές τάσεις της γείτονος. Όμως, παρά τους επιφανειακά άριστους οιωνούς, το εποικοδόμημα της ελληνοτουρκικής φιλίας δεν είχε στέρεες βάσεις.

Η ανάδυση του Κυπριακού τη δεκαετία του 1950 έφερε ξανά στην επιφάνεια όλες τις εγγενείς αδυναμίες των ελληνοτουρκικών σχέσεων: μειονοτικό, ομογένεια, Πατριαρχείο. Ωστόσο ούτε οι κλυδωνισμοί με αφορμή το Κυπριακό, ούτε οι διώξεις των ομογενών της Πόλης μετά τα γεγονότα του 1955 δεν κλόνισαν την προσήλωση της ελληνικής ηγεσίας στην ελληνοτουρκική φιλία.

Η προηγούμενη άμπωτη μετατράπηκε σε ορμητική παλίρροια τη δεκαετία του 1970. Η απομάκρυνση του κινδύνου ενός παγκοσμίου πολέμου μεταξύ των υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση) που οδήγησε στη χαλάρωση της συνοχής στους κόλπους των δύο συνασπισμών, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου το 1973, έξω από τη Θάσο, στον Κόλπο της Καβάλας, εξέθρεψαν τις επεκτατικές τάσεις της Άγκυρας.

Ενθαρρυμένη από τη στρατηγική αναβάθμισή της, λόγω του ελέγχου των συμφωνιών SALT-1 (1972) και SALT-2 (1979) και τη συνεπακόλουθη παροχή του 50% των αμερικανικών πληροφοριών για την ΕΣΣΔ, η Τουρκία άρχισε να θέτει σταδιακά επί τάπητος μια σειρά από διαδοχικές διεκδικήσεις επί του θαλάσσιου και εναερίου χώρου του Αιγαίου, οι οποίες αποτελούνται τόσο από νέα ζητήματα όσο και από την όψιμη αμφισβήτηση παλαιότερων καθεστώτων που είχαν διαμορφωθεί επίσημα ή εθιμικά και ίσχυαν αδιατάρακτα επί δεκαετίες (αιγιαλίτιδα, εναέριος χώρος, FIR).

Για να καταστήσει μάλιστα σαφείς τις προθέσεις της, ανακοίνωσε το 1975 τη δημιουργία της 4ης Στρατιάς, πλούσιας σε αποβατικά μέσα, με χώρο δράσης το Αιγαίο. Στην απόπειρα μάλιστα της Αθήνας να οχυρώσει τα νησιά της στο Αιγαίο, πολλά από τα οποία ήταν λίγα χιλιόμετρα από τις τουρκικές ακτές, η Άγκυρα αντέδρασε ισχυριζόμενη ότι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις συνθήκες της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947).

Δύο από τα μείζονα θέματα που απασχόλησαν τις δύο πλευρές, ήταν η αιγιαλίτιδα ζώνη και η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Η Ελλάδα έχει ορίσει την αιγιαλίτιδα ζώνη της σε 6 ναυτικά μίλια, διατηρούσε όμως το δικαίωμα να την επεκτείνει μονομερώς στα 12 μίλια, επικαλούμενη το εθιμικό διεθνές δίκαιο.

Η Τουρκία θεωρούσε ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια ως αιτία πολέμου. Την αδιαλλαξία στο θέμα αυτό ενίσχυαν όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και η ΕΣΣΔ, η οποία δεν επιθυμούσε με κανέναν τρόπο τη μετατροπή του Αιγαίου σε κλειστή νατοϊκή θάλασσα (ας σημειωθεί ότι στη Μαύρη Θάλασσα η Τουρκία εφάρμοζε την αρχή των 12 μιλίων με την ΕΣΣΔ).

Το 1975, το τουρκικό ερευνητικό-σεισμολογικό πλοίο Σισμίκ πραγματοποίησε έξοδο στο Αιγαίο, παραβιάζοντας την ελληνική υφαλοκρηπίδα και έγινε πρόξενος μεγάλης έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Η Άγκυρα υποστήριξε ότι το τουρκικό πλοίο έπλεε σε διεθνή ύδατα.

Παράλληλα με την προβολή του θέματος της υφαλοκρηπίδας, η τουρκική κυβέρνηση, για να αμφισβητήσει τον εναέριο χώρο του Αιγαίου, χάραξε αυθαίρετα στις 6 Αυγούστου 1974 μία γραμμή δυτικά από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και αξίωσε από τα πολιτικά αεροσκάφη που διασχίζουν τη γραμμή αυτή με προέλευση ή κατεύθυνση προς την Τουρκία να δίνουν στοιχεία αναγνώρισης προς τις τουρκικές αρχές ελέγχου των εναερίων συγκοινωνιών.

Από το 1983 έως το 1987 η αντιπαλότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκδηλώθηκε σε διάφορους τομείς, όπως στον επίμαχο αεροδιάδρομο J-60 στο Αιγαίο, σε δηλώσεις του Οζάλ για την «απώλεια» της Δωδεκανήσου από την Τουρκία, στις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από τουρκικά μαχητικά, σε επεισόδια με αλιευτικά σκάφη, αλλά και σκάφη του πολεμικού ναυτικού και τέλος στο θέμα της Λήμνου.

Η εκκρεμότητα της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα και οι μαξιμαλιστικές τουρκικές θέσεις οδήγησαν το Μάρτιο του 1987 τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Η κρίση άρχισε με την τουρκική πρόθεση έρευνας για πετρέλαιο σε υποθαλάσσια περιοχή του Αιγαίου, η οποία είναι ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ένταση γρήγορα κλιμακώθηκε, ενώ οι δύο χώρες προχώρησαν σε στρατιωτικές προετοιμασίες για την ένοπλη σύγκρουση.

Την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωνε ότι θα έκλεινε την αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης και έστελνε εσπευσμένα τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών στη Σόφια να συναντηθεί µε τη βουλγαρική ηγεσία. Αυτή η τελευταία κίνηση υπήρξε πιθανόν η καθοριστικότερη της όλης κρίσεως. Οι σύμμαχοι της Ελλάδος και της Τουρκίας μπροστά στον κίνδυνο να διασπαστεί η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ κινητοποιήθηκαν, πιέζοντας να σταματήσουν οι προκλήσεις.  Τελικά, η Τουρκία υποχρεώθηκε να υποχωρήσει.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, ανέλαβε τους επόμενους μήνες πρωτοβουλίες μέσω του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα για ουσιαστική προσέγγιση με τον Οζάλ. Ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στους δύο ηγέτες οδήγησε σε συνάντησή τους στο Νταβός της Ελβετίας το Φεβρουάριο του 1988, με σκοπό την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Τον Ιούνιο του 1988 ο κ. Οζάλ επισκέφθηκε την Αθήνα. Τα αποτελέσματα της επίσκεψης υπήρξαν µάλλον πενιχρά. Οι Έλληνες διπλωμάτες, είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων και τελικώς όλα ανατέθηκαν σε κάποιες επιτροπές οι οποίες θα συνεδρίαζαν και θα καθόριζαν τα εκκρεμή μεταξύ των δύο πλευρών θέματα.

Η τελευταία πράξη της προσέγγισης διαδραματίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Αποτέλεσμα εκείνης της συνάντησης ήταν η υπογραφή μίας συμφωνίας οδηγιών για την αποφυγή ατυχημάτων στις Ανοιχτές Θάλασσες και το Διεθνή Εναέριο Χώρο του Αιγαίου.

 

Συμπεράσματα

 

Ο Ψυχρός Πόλεμος, άλλαξε ριζικά όχι μόνο τα δεδομένα που είχε διαμορφώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και το στρατηγικό προσανατολισμό των υπό εξέταση κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα δύο γειτονικά κράτη, ψηλάφιζαν τη σοβιετική απειλή είτε στις εσωτερικές τους συγκρούσεις είτε κατά μήκος των συνόρων τους. Ο άξονας Ελλάδας-Τουρκίας κατέστη ζωτικός για το δημοκρατικό στρατόπεδο, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας της Τουρκίας με την ΕΣΣΔ και της Ελλάδας και της Κύπρου με τη Μέση Ανατολή.

Κατά την περίοδο 1945-1991, παρατηρείται μία σχέση αντίστροφης αναλογίας, στο ζήτημα των εντάσεων Ελλάδας και Τουρκίας και ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Όταν ο πόλεμος μεταξύ των δύο συνασπισμών, έτεινε να μετατραπεί από «ψυχρό» σε «θερμό», ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, υποχρέωναν τους δορυφόρους τους να συσπειρωθούν και να καταστείλουν τις εσωτερικές τους διενέξεις. Αντιθέτως, τις περιόδους που ο Ψυχρός Πόλεμος, βρισκόταν σε ύφεση, οι εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αυξάνονταν κατακόρυφα λόγω:

 

  • Της αποκλειστικής εστίασης των δύο κρατών σε ζητήματα της εσωτερικής τους πολιτικής.
  • Της ανάγκης εξαγωγής των εσωτερικών προβλημάτων της Τουρκίας, προς εκτόνωση στο εξωτερικό.
  • Της μείωσης του ελέγχου των ΗΠΑ επί των δύο μελών του συνασπισμού.
  • Της τήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
  • Της αυξανόμενης διπλωματικής ευελιξίας και της «απειλής» αλλαγής των γεωστρατηγικών συμμαχιών (αυτό τουλάχιστον καταδεικνύει, τόσο η πολιτική του Μακαρίου όσο και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην ΕΣΣΔ, το 1979).

 

Από το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, μέχρι και σήμερα, δεν έχει επιλυθεί ούτε ένα εκ των ζητημάτων που απασχολούν τα δύο γειτονικά κράτη. Αντιθέτως, η αναμενόμενη σύγκλιση μεταξύ του νεοεκλεγέντος Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τραμπ και του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν για την επίλυση του Συριακού, σε συνδυασμό με την αναβίωση του Οθωμανισμού από την πλευρά της τουρκικής ηγεσίας, πιθανότατα, θα προκαλέσουν νέες εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η ιστορία επαναλαμβάνεται…

 

Πηγές:

 

Ελληνόφωνη βιβλιογραφία

 

Bernstein Serge και Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης: Διάσπαση και ανοικοδόμηση (1919 έως σήμερα), Αλεξάνδρεια, 1997

 

Lindermann S. Albert, Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης: Από το 1815 μέχρι σήμερα, Κριτική, 2014

 

Διαλέξεις

 

Συρίγος Άγγελος, Μέρος Ι: Ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων 1922-2012, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μάρτιος, 2012

 

Συρίγος Άγγελος, Τμήμα ΙΙ: Αιγαίο, Σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας: από τη Λωζάννη έως σήμερα, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μάρτιος, 2012

 

Διαδικτυακές πηγές

 

Μητρόπουλος Γεώργιος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1924-1981: Μέρος Ι, Παροικιακό Βήμα, Απρίλιος 2011, http://www.greektribune.com.au/articlesviews20.htm