peppas

Ενεργειακή Διπλωματία: Διεθνές σκηνικό και Ελλάδα

Posted on Posted in Αναλύσεις, Ενεργειακή Ασφάλεια

Γράφει ο Στέφανος Πέππας, Εξωτερικός Συνεργάτης ΚΕΔΙΣΑ

Η κοινή γνώμη συχνά πιστεύει πως το εμπόριο πετρελαίου επηρεάζει τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτικών χωρών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το πετρέλαιο θεωρείται ειδικό και κατά κάποιο τρόπο σημαντικότερο από άλλα εμπορεύματα. Ομοίως, οι άνθρωποι υποθέτουν ότι οι χώρες κατανάλωσης δίνουν μεγάλη σημασία στις σχέσεις τους με τις χώρες παραγωγούς, για να διατηρήσουν τη ροή πετρελαίου προς τη σωστή κατεύθυνση.

Με βάση αυτή τη λογική, υπάρχουν κάποιες ισορροπίες που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιηθούν, αν το εμπόριο πετρελαίου μεταξύ των χωρών επρόκειτο να αυξηθεί ή να μειωθεί. Συγκεκριμένα, η αύξησή του θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση των διμερών εμπορικών σχέσεων, ενώ η μείωσή του θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις διπλωματικές σχέσεις των εμπλεκομένων χωρών. Επιπλέον, μια υποτιθέμενη πτώση του πετρελαϊκού εμπορίου μεταξύ μιας χώρας – παραγωγού και μιας χώρας – καταναλωτή θα ανάγκαζε την πρώτη να αναζητήσει νέες αγορές αλλού, αποκτώντας επιρροή και σε άλλα κράτη. Βεβαίως, το φαινόμενο της ενεργειακής διπλωματίας δεν είναι νέο. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ήταν πάντα πολιτικά «φορτισμένα» προϊόντα και, ως εκ τούτου, έχουν υποβληθεί σε σημαντική κυβερνητική παρέμβαση. Η Κίνα και η Ρωσία απλώς ακολουθούν το παράδειγμα των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν θεσπίσει την ενεργειακή διπλωματία ως γεωπολιτικό εργαλείο, σε παρελθούσες χρονικές περιόδους.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση ότι οι σχέσεις ασφάλειας αγοραστή-πωλητή, επηρεάζονται σημαντικά από τις αλλαγές στο εμπόριο πετρελαίου. Πολλοί άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των κοινών συμφερόντων και της πολιτιστικής ή πολιτικής συγγένειας, υπερβαίνουν κατά πολύ το εμπόριο ενέργειας για τον καθορισμό τέτοιων σχέσεων. Στην πράξη, όμως, οι μειώσεις των εισοδημάτων από υδρογονάνθρακες είναι σπάνια ο σημαντικότερος παράγοντας, που οδηγεί σε προσωρινές απειλές για τη σταθερότητα. Επιπλέον, οι ηγέτες των πετρελαιοπαραγωγών χωρών τείνουν να διατηρούν μερικούς πόρους από τις καλές εποχές, για να τις διαχειριστούν κατά τη διάρκεια των δύσκολων περιόδων. Οι βραχυπρόθεσμες μειώσεις, οι οποίες είναι πολύ συχνότερες, συχνά δεν έχουν τόσο σοβαρό αντίκτυπο στην ευρύτερη πολιτική σταθερότητα.

Πιο πάνω, εξηγήσαμε επιγραμματικά πως δύο χώρες που συνεργάζονται στον ενεργειακό τομέα, είναι δύσκολο να έρθουν σε αντιπαράθεση. Φυσικά, υπάρχει και η πλευρά των χωρών που παράγουν ενέργεια από φυσικούς πόρους και εκεί τα πράγματα δεν έχουν την ίδια «διπλωματική λογική». Πριν τρία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισαν να επιβάλουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία και προσπάθησαν να στοχεύσουν σε έναν κεντρικό τομέα της Ρωσικής οικονομίας, αυτόν της ενέργειας. Σε απάντηση, το Κρεμλίνο επιχείρησε να δημιουργήσει νέους σταθμούς χρηματοδότησης της ενέργειας και εξαγωγικές αγορές. Η πρώτη της κίνηση ήταν να στραφεί στους ταχέως αναπτυσσόμενους καταναλωτές ενέργειας στην Ασία, με ιδιαίτερη έμφαση στην Κίνα. Εκτός από τη συμφωνία του Μαΐου 2014 μεταξύ της εταιρείας Gazprom της Ρωσίας για την προμήθεια έως και 38 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου στην China National Petroleum Corporation για 30 χρόνια, η Κίνα έγινε πηγή δανείων για έργα πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Το Κρεμλίνο επίσης, έστρεψε τη στρατηγική της εξωτερικής του πολιτικής σε μια παλαιά – επί Σοβιετικής Ένωσης – περιοχή γεωπολιτικής επιρροής, στη Μέση Ανατολή. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως επικεφαλής περιφερειακού «Ηγεμόνα»  κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, όπως αποδεικνύεται από μια σειρά πολιτικών στροβιλισμών στη Συρία, επέτρεψε στο Κρεμλίνο να διεκδικήσει συμμετοχή στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, καθώς και να εισαγάγει τον ενεργειακό της τομέα στο επίκεντρο των αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου της περιοχής.

Η Ρωσία, ως ο μεγαλύτερος παραγωγός εκτός Ο.Π.Ε.Κ., και η Σαουδική Αραβία, που είναι η κυρίαρχος εξαγωγέας πετρελαίου του Ο.Π.Ε.Κ. αποφάσισαν να συνάψουν στενότερες σχέσεις. Τον Ιούνιο του 2017 η Σαουδική Αραβία, με τον πρίγκιπα (και διάδοχο του θρόνου) Mohammed bin Salman και τον υπουργό ενέργειας Khalid al-Falih πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη. Οι συναντήσεις τους με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και τον υπουργό Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ με θέμα την συνδυασμένη στρατηγική τους στην αγορά πετρελαίου, καθώς και για τη διμερή συνεργασία τους και τα κοινά έργα στη βιομηχανία πετρελαίου. Επιστέγασμα της βελτίωσης των σχέσεων των δύο μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών κρατών παγκοσμίως (Ρωσία-Σαουδική Αραβία) ήταν η ιστορική επίσημη επίσκεψη (η πρώτη στην Ιστορία) που πραγματοποίησε ο Σαουδάραβας βασιλιάς Σαλμάν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 2017.

Σε μια περίοδο αυξημένης έντασης και βίας στη Συρία και σε άλλες χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής μπορεί να μην φαίνεται ρεαλιστικό να προτείνεται μια πρωτοβουλία με στόχο την προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας για την ενεργειακή υποδομή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ενεργειακή συνεργασία απαιτεί ελάχιστη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να υποκαταστήσει πολιτικές κινήσεις για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο δύσκολες συγκρούσεις τελικά τελειώνουν ή, τουλάχιστον, υποχωρούν. Είναι επίκαιρο να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η περιφερειακή συνεργασία θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτιστοποίηση των πιθανών οφελών των ανακαλύψεων ανοικτής θάλασσας για τους λαούς των χωρών, που συνορεύουν με την Ανατολική Μεσόγειο Θάλασσα. Στον τομέα του φυσικού αερίου, η Ελλάδα φιλοδοξεί να αναδυθεί ως κέντρο διαμετακόμισης (αγωγοί φυσικού αερίου, τερματικοί σταθμοί LNG). Πρωταρχική σημασία έχει ο νότιος διάδρομος, ο οποίος αποτελεί μείζον στοιχείο της ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ασφάλειας και της ευελιξίας του ενεργειακού εφοδιασμού της. Ο νότιος διάδρομος περιλαμβάνει τον αγωγό του Νοτίου Καυκάσου (SCP), τον αγωγό Trans-Anatolian Pipeline (TANAP) και τον αγωγό Trans-Adriatic Pipe (TAP), που μεταφέρει φυσικό αέριο από την Κασπία στην ευρωπαϊκή αγορά (Νότια Ιταλία) μέσω της Γεωργίας, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας.

Ο αγωγός Trans Adriatic (TAP) έχει συνολικό μήκος 870 χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα 550 χιλιόμετρα βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Έχει προβλεφθεί χωρητικότητα 10 BCM ετησίως, με δυνατότητα αναβάθμισης σε 20 BCM, ανάλογα με τις μελλοντικές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης. Ο TAP ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας με την πρόβλεψη για προμήθειες 1 BCM ετησίως, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας μέσω της συμμετοχής ελληνικών εταιριών, μηχανικών και κατασκευαστικών έργων.

Τέλος, ο αγωγός TAP, ο οποίος υλοποιείται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα 10 σημαντικότερα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη παγκοσμίως. Έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαραίτητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης του νόμου εγκατάστασης, για την κατασκευή του στα Ελληνικά εδάφη. Τα εγκαίνια του ελληνικού τμήματος TAP πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη στις 17 Μαΐου 2016. Η κατασκευή του ελληνικού τμήματος του αγωγού έχει προχωρήσει σημαντικά, καθώς έχει ήδη ανασκαφεί μια τάφρος 205 χιλιομέτρων, ενώ έχουν συγκεντρωθεί και τοποθετηθεί 95 χλμ. αγωγών.

Η Ανατολική Μεσόγειος έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται από ορισμένους κύκλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως μία από τις βασικές εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας, που θα βοηθήσουν στην απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να ενισχυθεί αν εκτός από διαμετακομιστικός κόμβος (μέσω LNG και East Med) γινόταν και χώρα-παραγωγός φυσικού αερίου.

 

Πηγές

 Goldthau, Andreas (2015). Energy Diplomacy in Trade and Investment of Oil and Gas: Global Energy Governance, Brookings press, pp. 25 – 48. Ανάκτηση από τη διεύθυνση: https://www.researchgate.net/publication/280609770